-
1 κιβδηλος
дор. κίβδᾱλος 21) поддельный, фальшивый(χρυσός Eur.; νόμισμα Xen.)
2) фальсифицированныйκίβδηλόν τι Plat. какая-л. — подделка, фальсификация
3) ненастоящий, обманчивый, ложный(τιμαί Plat.)
4) притворный, лицемерный(θωπεύματα Plut.)
5) плутовской, нечестный(ἐπιτηδεύματα Plat.)
6) недостоверный, двусмысленный, сомнительный(χρησμός Her.)
7) не внушающий доверия, ненадежный(πόλις Dem.)
См. также в других словарях:
κίβδηλον — κίβδηλος adulterated masc/fem acc sg κίβδηλος adulterated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίβδηλος — η, ο (ΑΜ κίβδηλος, ον) 1. (για ευγενή μέταλλα και για νομίσματα που προήλθαν από αυτά) νοθευμένος με ευτελή μέταλλα, κάλπικος, παραχαραγμένος, παραποιημένος («χρυσοῡ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου», Θέογν.) 2. μτφ. δόλιος, ανειλικρινής, ψεύτικος, απατηλός … Dictionary of Greek
Shaatnez — Shatnez (or Sh atnez/Shaatnez) (שעטנז) is the Jewish law derived from the Torah that prohibits the wearing of a garment containing both interwoven wool and linen (linsey woolsey) ; any such fabric is referred to in Judaism as shatnez . The… … Wikipedia
κίβδηλις — και κιβδηλίς, ἡ (Α) [κίβδηλος] (κατά τον Ησύχ.) «ἔστι δὲ κίβδηλις ἐν τοῑς μετάλλοις σκωρία, ἀφ ἧς πᾱν φαῡλον κίβδηλον, μοχθηρόν, ψεῡμα, νόθον, ἀδόκιμον» … Dictionary of Greek
υπομόχθηρος — ον, ΜΑ [μοχθηρός] αυτός που βρίσκεται σε κάπως άσχημη κατάσταση («ἄγαλμα ὑπομόχθηρον καὶ κίβδηλον», Ευστ.) αρχ. (κατά τον Πολυδ.) «ὁ ἀθυρόγλωσσος παρ Εὐριπίδῃ» … Dictionary of Greek