-
1 κάλπος
κάλπος, τό, dasselbe, Hesych. ποτηρίου εἶδος.
См. также в других словарях:
κάλπος — κάλπος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ. αντί κάλπη) «ποτηρίου εἶδος» … Dictionary of Greek
1 κάλπος
κάλπος, τό, dasselbe, Hesych. ποτηρίου εἶδος.
κάλπος — κάλπος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ. αντί κάλπη) «ποτηρίου εἶδος» … Dictionary of Greek