-
1 περιφυω
1) (aor. 1 περιέφῡσα) приращивать кругом, т.е. укреплять вокруг(τὸ κύτος περὴ τὸ σῶμα Plat.)
2) (aor. 2 περιέφῡν, pf. περιπέφῡκα; med.: fut. περιφύσομαι с ῡ, aor. 2 περιεφύην) расти вокруг, окружать, охватывать со всех сторонπερὴ δ΄ αἴγειροι πεφύασι Hom. — вокруг же растут тополя;
περὴ τὰ ὀστᾶ αἱ σάρκες περιπεφύκασι Arst. — кости обросли плотью;πέτρα κύκλῳ περιπέφυκε Plut. — вокруг высится скала;κύσσε μιν περιφύς Hom. — обняв, он поцеловал его;τὸ γένος τοῦτο ἀναίσθητον πάσαις ταῖς αἰσθήσεσι περιπεφυκέναι Plat. — (кажется, что) этот вид (восприятий) не доступен ни одному чувству
См. также в других словарях:
περίδρομος — (I) ο, ΝΜΑ στοά ή δίοδος γύρω από έναν χώρο ή γύρω από ένα οικοδόμημα («ἐποίησε ἐπὶ τῶν οἰκημάτων περιδρόμους καὶ ἐπάλξεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. παρωνυχία, φλεγμονή τής δερματικής πτυχής που περιβάλλει το νύχι 2. ισχυρός σπασμωδικός πόνος τού… … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia