-
81 кроение
-я ουδ.κοπή, κόψιμο (υφάσματος, δέρματος). -
82 навырез
επίρ.με το σημάδι (με κόψιμο)•продажа арбузов навырез πούληση καρπουζιών με το σημάδι.
-
83 надрубка
-и θ.1. ελαφρό κόψιμο.2. εγκοπή, κοψιά. -
84 надсекание
-я ουδ.ελαφρό κόψιμο. -
85 надсечка
-и θ.μικρή εγκοπή, ελαφρό κόψιμο. || κοψιά, κομμένο μέρος. -
86 нарубка
-и θ.κοπή, κόψιμο. || εγκοπή. -
87 насечка
-и θ.1. κοπή κόψιμο, λιάνισμα.2. εγκοπή.3. εγχάραζη, εντομή, διάτμηση.4. χάραξη, κατασκευή χαραγών, δοντιών•насечка на напильниках κατασκευή χαραγών στα ρινιά•
насечка на жерновах χαραγή στις μυλόπετρες.
5. δαμασκηνουργία, δαμασκήνωση•ружь с золотой -ой όπλο με χρυσή δαμασκήνωση.
-
88 настриг
-
89 новый
επ., βρ: нов-а, -о; новейший.1. νέος, καινούριος•новый дом καινούριο σπίτι•новыйое платье καινούριο φόρεμα•
-ое издание νέα έκδοση•
-ые знакомства καινούριες γνωριμίες•
новый учитель καινούριος δάσκαλος (στη θέση του προηγούμενου)•
-ые времена νέοι καιροί•
-ая жизнь νέα ζωή•
новый картофель πατάτες νέας σοδειάς•
-ая история ιστορία νεοτέρων χρόνων•
-ые лица καινούρια πρόσωπα (άνθρωποι).
2. πρόσφατος, τελευταίος•-ые события τελευταία γεγονότα•
что -ого? τι το νεότερο;•
ни-чегб -ого τίποτε το νεότερο.
3. άγνωστος μέχρι τώρα•-ые впечатления νέες εντυπώσεις•
я видел -ое животное είδα καινούριο ζώο.
4. μοντέρνος, σύγχρονος•новый фасон καινούριο μοντέλο (κόψιμο).
5. ουσ. ουδ. -ое το νέο, το καινούριο•борьба -ого со старым αγώνας του καιγούριου με το παλαιό.
εκφρ.новый завет – η Καινή Διαθήκη•новый стиль – καινούριο ημερολόγιο•- ая -экономическая политика – νέα οικονομική πολιτική•вот (ещё) -ое дело! – να κι ένα καινούριο! (που δεν το περιμέναμε). -
90 обрезание
-я ουδ.περιτομή, αποκοπή της ακροβυστίας.-я ουδ.περικοπή, περιτομή• κοπή, κόψιμο ακροτομία, ξάκρισμα. -
91 обрезной
επ.1. περικομμένος, περίτμητος, ακρότμητος, ακρότομος, ξακρισμένος.2. κοπτικός, τμητικός, για κόψιμο. -
92 обсечение
-я ουδ.κόψιμο, αποκοπή, κλάδεμα, κλάρισμα. -
93 опиливание
-я ουδ.πριόνισμα κόψιμο με πριόνισμα. -
94 откол
-а α.απόσπαση• ξεκάρφωμα αποκοπή, κόψιμο -
95 отмежевание
-я ουδ.διάσταση, διχοστασία, χώρισμα, κόψιμο σχέσεων,βλ. κ. отмежёвка. -
96 отрезной
επ.1. αποκοπτόμενος.2. κομμένος, κοφτός•платье с -ой талией φόρεμα με κοφτή μέση.
3. για κοπή, για κόψιμο.εκφρ.- ые земли – παλ. κομμάτια γης, κλήροι. -
97 отрыв
-а α.1. αποκοπή, κόψιμο•линия -а на квитанции γραμμή αποκοπής στην απόδειξη.
2. απόσπαση•при —е κατά την απόσπαση.
|| απομάκρυνση, απομόνωση, ξέκομμα.εκφρ.без -а от производства – χωρίς απόσπαση από την παραγωγή, εκτός από την εργασία στην παραγωγή κάνω και άλλη δουλειά•в -е от чего – απομονωμένος, ξεκομμένος από κάτι•в -е от действительности, от масс – ξεκομμένος από την πραγματικότητα, από τις μάζες. -
98 отсечка
-и θ.1. αποκοπή, κόψιμο.2. ξέ-κομμα, απομόνωση. -
99 отсечный
επ.αποκοπτικός, για κόψιμο. -
100 перекройка
-и θ.1. ξανακόψιμο• διαφορετικό κόψιμο.2. μτφ. αλλαγή, ξαναδιαρρύθ-μιση• τροποποίηση.
См. также в других словарях:
κόψιμο — το (Μ κόψιμο) 1. η ενέργεια τού κόβω, κοπή («κόψιμο πίτας») 2. μείωση νεοελλ. 1. η πληγή ή το σημάδι που έμεινε από κοπή 2. ακμή κοφτερού οργάνου 3. ο τρόπος που κόπηκε κάτι ή το σχήμα που δόθηκε από την κοπή («έχουν ωραίο κόψιμο τα μαλλιά σου»)… … Dictionary of Greek
κόψιμο — το, ατος 1. κοψιά, κόψη: Θα έχουμε κόψιμο της πίτας. 2. τρόπος ή σχήμα κοπής: Μου αρέσει το κόψιμο των μαλλιών σου. 3. κοιλόπονος, κολικόπονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
κουρευτικός — ή, ό (Α κουρευτικός, ή, όν) [κουρευτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κούρεμα, αυτός με τον οποίο γίνεται το κούρεμα («κουρευτικά μαχαιρίδια», Ολυμπ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κουρευτικά η αμοιβή τού κουρέα, τού κουρευτή 2. φρ.… … Dictionary of Greek
αναξυρίς — (I) ἀναξυρίς ( ίδος), η (AM) (συνήθως στον πληθυντικό) αἱ ἀναξυρίδες στενή περισκελίδα μέχρι τους αστραγάλους, που τή χρησιμοποιούσαν ανατολικοί λαοί (Σκύθες κ.ά). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας κατά τον Ευστάθιο, η λ. παράγεται από το ἀνασύρομαι… … Dictionary of Greek
αποκοπή — Α. αποκαλείται στη γλωσσολογία η μη προφορά ενός γράμματος μιας λέξης, από αφρόντιστη άρθρωση. Η πιο συχνή περίπτωση α. είναι η πτώση του τελικού φωνήεντος ορισμένων προθέσεων. Στα αρχαία ελληνικά, η α. ήταν χαρακτηριστική κυρίως της δωρικής και… … Dictionary of Greek
δενδροτομία — η (AM δεντροτομία) [δενδροτομώ] το κόψιμο τών δένδρων, η υλοτομία νεοελλ. η ενίσχυση αμυντικών έργων με κορμούς δένδρων αρχ. η καταστροφή εχθρικής περιοχής που επιτυγχάνεται με το κόψιμο δένδρων … Dictionary of Greek
εκκοπή — η (AM ἐκκοπή) εκβολή, αποκοπή αρχ. μσν. φρ. «ἐκκοπὴ πάθους» κόψιμο ή εγκατάλειψη πάθους, κακής συνήθειας κ.λπ. μσν. σφαγή αρχ. 1. (για δέντρο) κόψιμο από τη ρίζα 2. αποκοπή πλευρών 3. ακρωτηριασμός, κολόβωμα 4. απόξεση 5. αφαίρεση ακίδας βέλους… … Dictionary of Greek
επικοπή — ἐπικοπή, ἡ (Α) [επικόπτω] 1. κόψιμο, αποκοπή 2. (ειδ.) κλάδεμα δέντρων 3. χτύπημα για να αποκόψει κανείς κάτι 4. κόψιμο δέντρων, υλοτομία 5. (για πέτρες οικοδομής) η πελεκημένη πλευρά 6. εμπόδιο, κώλυμα … Dictionary of Greek
ετοιμοτόμος — ἑτοιμοτόμος, ον (Α) 1. έτοιμος για κόψιμο 2. ο επιτήδειος στο κόψιμο («ἑτοιμοτόμοι χεῑρες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + τομος (< τέμνω), πρβλ. νεό τομος] … Dictionary of Greek
θρυοκοπία — θρυοκοπία, ἡ (Α) [θρυοκοπώ] 1. το κόψιμο τών βούρλων 2. το κόψιμο άγριων χόρτων … Dictionary of Greek