Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κόσμος

  • 81 неизвестно

    επίρ.
    άγνωστο. || ως κατηγ. είναι άγνωστο•

    мне неизвестно μου είναι άγνωστο•

    никому неизвестно όλος ο κόσμος το ξέρει•

    неизвестно где άγνωστο που.

    Большой русско-греческий словарь > неизвестно

  • 82 немного

    επίρ.
    λίγο•

    голова немного болит το κεφάλι λίγο πονά•

    выпить немного воды πίνω λίγο νερό•

    немного людей λίγος κόσμος•

    у него немного денег αυτός έχει λίγα χρήματα•

    ему немного нужно αυτού λίγο του χρειάζεται•

    немного спустя λίγο μετά•

    совсем немного εντελώς λίγο•

    немного меньше, немного больше не мешает λίγο λιγότερο, λίγο περισσότερο δε βλάπτει.

    Большой русско-греческий словарь > немного

  • 83 облик

    α.
    1. μορφή, όψη, θωριά, φιγούρα φυσιογνωμία•

    приятный облик ευχάριστη όψη•

    менять облик αλλάζω μορφή.

    2. ο εσωτερικός κόσμος, το είναι•

    душевный (моральный, нравственный) облик η ηθική μορφή.

    || μορφή εξωτερική•

    облик города η όψη της πόλης.

    εκφρ.
    гфи-нимать облик – παίρνω την όψη, τη μορφή.

    Большой русско-греческий словарь > облик

  • 84 объективный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно.
    1. αντικειμενικός•

    объективный мир ο αντικειμενικός κόσμος.

    2. αμερόληπτος•

    -ая оценка αντικειμενική εκτίμηση.

    εκφρ.
    - ая реальность – αντικειμενική πραγματικότητα.

    Большой русско-греческий словарь > объективный

  • 85 подземный

    επ.
    υπόγειος•

    -ое озеро υπόγεια λίμνη•

    -ые работы υπόγειες εργασίες•

    -ое царство ο Αδης, τα Τάρταρα, ο Κάτω κόσμος, -το βασίλειο του

    λούτωνα•

    подземный ход υπόγεια διάβαση.

    Большой русско-греческий словарь > подземный

  • 86 познаваемый

    επ., βρ: -ваем, -а, -о
    δυνάμενος να γνωστέί, επιστητός, γνώσιμος•

    мир познаваемый -ваем ο κόσμος είναι επιστητός.

    ουσ. ουδ. -ое το επιστητό.

    Большой русско-греческий словарь > познаваемый

  • 87 психика

    θ.
    ψυχισμός• ο ψυχικός κόσμος.

    Большой русско-греческий словарь > психика

  • 88 психология

    θ.
    ψυχολογία•

    детская психология η παιδική ψυχολογία•

    педагогическая психология παιδαγωγική ψυχολογία•

    патологическая психология παθολογική ψυχολογία•

    отрасли -и κλάδοι της ψυχολογίας.

    || ο εσωτερικός κόσμος, το είναι•

    психология женская психология η ψυχολογία της γυναίκας.

    Большой русско-греческий словарь > психология

  • 89 публика

    θ. αθρσ.
    1. το κοινό, ο λαός, ο κόσμος, το πλήθος• θεατές, επισκέπτες κ.τ.τ.
    2. βλ. общество (3 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > публика

  • 90 растительный

    επ.
    1. φυτικός•

    растительный мир το φυτικό βασίλειο, ο φυτικός κόσμος•

    -ая пища φυτική τροφή•

    -ое масло φυτικό λίπος, λάδι•

    растительный клей φυτική κόλλα•

    -ые паразиты φυτοπαράσιτα•

    -ая тля φυτόψειρα.

    2. αναπτυξιακός, της ανάπτυξης• ανοδικός.
    εκφρ.
    - ая жизнь – φυτοζωία (υποτυπώδης ζωή, χωρίς ενδιαφέροντα)•
    растительный орнамент – διακόσμηση απεικονίζούσα φυτά..

    Большой русско-греческий словарь > растительный

  • 91 рефлекс

    α.
    1. το ανακλαστικό. || κίνηση ανακλαστική.
    2. αντανάκλαση•

    религиозный мир рефлекс - реального мира ο θρησκευτικός κόσμος είναι αντανάκλαση του αντικειμενικού (υπαρκτού) κόσμου.

    3. ανταυγαστήρας•

    цветовые -ы έγχρωμες αντανακλάσεις.

    4. βλ. рефлекция.
    εκφρ.
    безусловные -ы – απλό ή μη εξαρτημένο ανακλαστικό•
    условный рефлекс – εξαρτημένο ανακλαστικό.

    Большой русско-греческий словарь > рефлекс

  • 92 страсть

    θ.
    το πάθος•

    обуздать -и συγκρατώ τα πάθη•

    разжигать -и ανάβω, υποδαυλίζω τα πάθη•

    страсть кипит βράζει το πάθος.

    || μανία, μεράκι. || πάθος ερωτικό.
    θ. (απλ.)
    1. φρίκη, φόβος μεγάλος, δέος.
    2. πλήθος μεγάλο, πληθώρα•

    народу на базаре страсть - πολύς κόσμος στη λαϊκή αγορά.

    || (για κάτι ισχυρό)• φρίκη•

    желудок так ломит другой раз страсть - το στομάχι κάποτε τόσο πονά страсть φρίκη.

    3. επίρ. σφόδρα, φοβερά.

    Большой русско-греческий словарь > страсть

  • 93 тартар

    α.
    τα Τάρταρα, ο κάτω κόσμος.

    Большой русско-греческий словарь > тартар

  • 94 телесный

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно.
    1. (φυσ. κ. μαθ.) σωματικός, του σώματος.
    2. του ανθρώπινου σώματος•

    -ые наказания σωματικές τιμωρίες.

    3. υλικός•

    телесный мир ο υλικός κόσμος.

    || σαρκικός• σαρκώδης.

    Большой русско-греческий словарь > телесный

  • 95 трава

    -ы, πλθ. травы, трав θ. χόρτο, -άρι•

    кормовые -ы χορτονομή•

    сорная трава τα αγριόχορτα• τα ζιζάνια.

    || χλόη, πρασινάδα, το γρασίδι. || πλθ. -ы χόρτα, λάχανα.
    εκφρ.
    - ой и как трава – σαν χορτάρι (άνοστο)•
    хоть не расти – τέλεια αδιαφορία, απάθεια, δεν πα να καίγεται ο κόσμος.

    Большой русско-греческий словарь > трава

  • 96 фибра

    θ.
    1. παλ. • ίνα (φυτών, σαρκών κ.τ.τ.).
    λεπτότατο μόριο
    2. συνήθως πλθ. фибры, фибр ο ψυχικός κόσμος• το είναι•

    всеми -ами души моей με όλη μου την ψυχή..

    3. είδος χαρτιού πεπιεσμένου. || τεχνητό δέρμα.

    Большой русско-греческий словарь > фибра

  • 97 христианский

    επ.
    χριστιανικός•

    -ая церковь χριστιανική εκκλησία•

    -ая религия χριστιανική θρησκεία•

    христианский мир οι χριστιανοί, ο χριστιανικός κόσμος.

    εκφρ.
    в христианский вид привести кого-что ή христианский вид придать – προσδίδω την αρμόζουσα (προσήκουσα) όψη•
    христианский социализм – χριστιανοσοσιαλισμός.

    Большой русско-греческий словарь > христианский

  • 98 худой

    επ., βρ: худ, худа, худо, худее αδύνατος, ισχνός• ξερακιανός, λιπόσαρκος•

    очень худой человек κάτισχνος άνθρωπος, τσίρος.

    επ., βρ: худ, худа
    -о; хуже κ. худее, худший.
    1. κακός, άσχημος•

    -ая слава η κακή φήμη•

    худой мир ο κακός κόσμος, οι κακοί άνθρωποι.

    ουσ. το κακό•

    я от тебя -ого не видел εγώ από σένα κακό δεν είδα.

    2. τρύπιος, φθαρμένος•

    -ое ведро τρύπιος κουβάς•

    -ое в рукавах пальто τρύπιο πανωφόρι στα μανίκια.

    Большой русско-греческий словарь > худой

  • 99 юридический

    επ.
    νομικός•

    -ая наука η νομική επιστήμη•

    юридический факультет ηνομική σχολή-- мир ο νομικός κόσμος, οι νομικοί.

    Большой русско-греческий словарь > юридический

См. также в других словарях:

  • κόσμος — order masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

  • κόσμος — ο 1. το σύμπαν, η οικουμένη, η γη: Όλον τον κόσμο γύρισα να βρω γλυκό σταφύλι (δημ. τραγ.). 2. η ανθρωπότητα, η κοινωνία: Δε με μέλει τι θα πει ο κόσμος. 3. ορισμένη επαγγελματική ή κοινωνική τάξη: Ο υπαλληλικός κόσμος κατέβηκε σε απεργία. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κόσμος νοερός —         (kosmos noeros) (греч.) космос мыслящий (интеллектуальный). В неоплатонизме бытие, жизнь и мышление, воспроизводящие мир идей. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл …   Философская энциклопедия

  • Κόσμος νοητός —         (kosmos noetos) (греч.) космос мыслимый (интеллигибельный). В неоплатонизме мир самодовлеющих идей, прообразов. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв …   Философская энциклопедия

  • Ὁ κόσμος ἐποντίζετο καὶ ἡ ἑμὴ γυνὴ ἐστολίζετο. — ὁ κόσμος ἐποντίζετο καὶ ἡ ἑμὴ γυνὴ ἐστολίζετο. См. По мне хоть трава не расти …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • νυδιάστατος κόσμος — Ορολογία στη μαθηματική επιστήμη με προεκτάσεις στη φιλοσοφία. Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα η ευκλείδια γεωμετρία που περιγράφει τρισδιάστατα συστήματα έπαψε να αποτελεί το κύριο εργαλείο στα χέρια των μαθηματικών. Σε αυτό συντέλεσαν οι… …   Dictionary of Greek

  • Ελεύθερος Κόσμος — Καθημερινή αθηναϊκή εφημερίδα που κυκλοφόρησε στο διάστημα 1966 82. Ιδρύθηκε από τον Σ. Κωνσταντόπουλο …   Dictionary of Greek

  • Νέος Κόσμος — Τίτλος εφημερίδων και περιοδικών. 1. Αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα (1849 54). 2. Εβδομαδιαίο φιλολογικό και πολιτικό περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1893 με έδρα τη Βοστόνη. 3. Εβδομαδιαία εφημερίδα (1920 24). Ιδρύθηκε από τον Γ. Α. Γιαννικόπουλο με έδρα… …   Dictionary of Greek

  • κόσμω — κόσμος order masc nom/voc/acc dual κόσμος order masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Космос — (Κόσμος) первоначально синоним порядка, гармонии, красоты , со временем стало обозначать мир или вселенную . По преданию, впервые назвал мир этим именем Пифагор, ввиду пропорциональности и гармонии его частей. Согласно с этим, у всех греческих… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»