-
1 κόπῳ
[в] трудетрудеΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κόπῳ
-
2 ύαλο κοπώ
[иалокопо] ρ сверкать, блестеть, сиять. -
3 απαυδαω
-
4 κοπος
ὅ тж. pl.1) удар(ἀνδροδάϊκτος Aesch.)
κόποι στέρνων Eur. — биение себя в грудь2) страдание, боль(ἡνίκ΄ ἂν κ. μ΄ ἀπαλλάξῃ ποτέ Soph.)
3) утомление, усталость(κόποι καὴ ὕπνοι Plat.; κόποι θερινοί Arst.)
4) труд5) неприятность, страдание -
5 παριημι
(fut. παρήσω, aor. παρῆκα, pf. παρεῖκα; aor. 2 med. παρείμην; pass.: aor. παρείθην, pf. παρεῖμαι)(πέπλον ἀπ΄ ὀμμάτων Eur.)
ἥ παρείθη μήρινθος ποτὴ γαῖαν Hom. — (простреленная) нить упала на землю2) упускать, пренебрегать(οὐδέν Her.; τὸν καιρόν Thuc.)
ἄρρητον π. τι Plat. — умолчать о чем-л.;ὑπὲρ τοιούτων ἥκιστα παρετέον Arst. — эти вопросы отнюдь не следует обходить молчанием;οὐδὲν παρήσω τῆς ἀληθείας ἔπος Soph. — я не скрою ни одного слова правды;παριείς τι Soph. — оставляя без внимания что-л., пренебрегая чем-л.3) пропускать, пережидать(τὸν χειμῶνα παρείς Her.)
ἕνδεκα ἡμέρας παρέντες μετά τι Her. — спустя одиннадцать дней после чего-л.;νύκτα μέσην παρέντες Her. — после полуночи4) оставлять, прекращать(γόον Eur.)
π. πόθον τινός Eur. — оставить мысль об этом5) ослаблять, изнурять(κόπῳ παρεῖμαι, παρειμένος νόσῳ Eur.)
ὕπνῳ παρειμένος Eur. — сраженный сном7) предоставлять, уступать(νίκην τινί Her.; τινὴ τέν ἀρχήν Thuc.)
ἑαυτὸν κυμάτων δρομήμασιν π. Eur. — отдаваться на волю волн8) позволять, разрешатьἀλλὰ παρίημι, ἀλλ΄ ἐρώτα Plat. — да, пожалуйста, спрашивай9) пропускать, допускать, впускать(τινὰ ἐς τέν ἀκρόπολιν Her., med. εἰς τὰς ἀκροπόλεις Dem.)
μέ παρίωμεν εἰς τέν ψυχήν … Plat. — не будем допускать мысли …10) med. упрашивать, выпрашивать (себе)οὐκ ἂν παρείμην οἷσι μέ δοκῶ φρονεῖν Soph. — я не стану уверять тех, по мнению которых я говорю вздор
См. также в других словарях:
κοπώ — κοπῶ, όω (ΑM) [κόπος] κουράζω, ταλαιπωρώ, καταπονώ («εἴ τις κοπώσειε βαρυτέραις γυμνασίαις», Δίων Χρυσ.) μσν. ενεργώ, προσπαθώ … Dictionary of Greek
-κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… … Dictionary of Greek
κοπῶ — κόπτω cut aor subj pass 1st sg (attic epic doric) κοπάζω grow weary fut ind act 1st sg (attic epic ionic) κοπόω weary pres subj act 1st sg κοπόω weary pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόπω — κόπος striking masc nom/voc/acc dual κόπος striking masc gen sg (doric aeolic) κοπόω weary pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κοπόω weary imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόπῳ — κόπος striking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόπωι — κόπῳ , κόπος striking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκυλοκοπώ — ἀγκυλοκοπῶ ( έω) (Μ) προκαλώ αναπηρία σε κάποιον κόβοντάς του τον τένοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + κατάληξη κοπῶ (πρβλ. γλεντοκοπώ, μεθοκοπώ κ.ά.), από παρασύνθ. σέ κοπώ (βωλο κοπώ, σφυρο κοπώ κ.ά.), σχηματισμένα από σύνθετα σε κόπος] … Dictionary of Greek
ζεστοκοπώ — άω ζεσταίνομαι ή ζεσταίνω πολύ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέστη + κοπώ* (πρβλ. γλεντο κοπώ, ιδρω κοπώ)] … Dictionary of Greek
θαλασσοκοπώ — θαλασσοκοπῶ, αττ. τ. θαλαττοκοπῶ, έω (Α) χτυπώ, δέρνω τη θάλασσα, ματαιολογώ, λέω άσκοπα και θορυβώδη λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + κοπώ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κοπώ, σφυρο κοπώ] … Dictionary of Greek
θαμποκοπώ — άω 1. είμαι θαμπός, θολός 2. (για το φως τής ημέρας και τις φωτιζόμενες εκτάσεις) είμαι σκιερός, δεν φαίνομαι καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + κοπώ* (πρβλ. βρομο κοπώ, γλεντο κοπώ] … Dictionary of Greek
θεροκοπώ — (Μ θεροκοπῶ, έω) θερίζω συνεχώς και με ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος «θερισμός» + κοπώ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. γλεντο κοπώ, μεθο κοπώ] … Dictionary of Greek