-
1 δράσσομαι
Aἐδραττόμην Ar.Ra. 545
: [tense] fut.δράξομαι APl.4.275.10
(Posidipp.), LXXNu.5.26: [tense] aor. , etc.: [tense] pf. δέδραγμαι, 2 pers. , part.δεδραγμένος Il.13.393
:—the [voice] Act., δράσσω only in Poll.3.155, EM285.43, prob. in PLond.3.1170v113 (iii A. D.), cf. δράξαι· κρατῆσαι, Hsch.: (cf. δράξ, δράγμα, δραχμή):— grasp with the hand, c. gen. rei, κόνιος δεδραγμένος αἱματοέσσης clutching handfuls of gory dust, Il. l. c.: metaph.,ἐλπίδος δεδραγμένος S.Ant. 235
(vv. ll. πεπρ-, πεφρ-), cf. Plb.36.15.7; δραξάμενοι τῶν ἁλῶν taking a handful of salt, Pl. l. c., etc.2 lay hold of,τί μου δέδραξαι χερσί; E.Tr. 750
; δραξάμενος φάρυγος having seized [them] by the throat, Theoc.24.28, cf. 25.145, POxy.1298.10 (iv A. D.): metaph.,δράξασθαι καιροῦ D.S.12.67
; μείζονος οἴκου (i.e. by marriage), Call.Epigr.1.14;μεγάλης ἀπήνης AP 11.238
(Demod.);τᾶς κραδίας Theoc.30.9
; [ὧν χρ]ὴ δράξασθαι τὸ στόμα sounds the mouth has to grip, i.e. make, dub. in Phld.Po. 2.41.II c. acc., take by handfuls,ταύτας [τὰς μνέας] δ. Hdt.3.13
; also, catch,τοὺς σοφοὺς ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτῶν 1 Ep.Cor.3.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δράσσομαι
-
2 κόνις
κόνις, ιος, [dialect] Att. εως or εος E.Cyc. 641, ἡ: dat. κόνι [var] contr. fr. κόνιι, Il. 24.18, Od.11.191, [dialect] Att. κόνει:—A dust,κόνιος δεδραγμένος Il.13.393
; as an emblem of a countless multitude,εἴ μοι τόσα δοίη ὅσα ψάμαθός τε κ. τε 9.385
;κ. δέ σφ' ἀμφιδεδήει Hes.Sc.62
;κόνιν, ἄναυδον ἄγγελον στρατοῦ A.Supp. 180
; αἷμα κ. πίνει, ἀνασπᾷ, Id.Th. 736 (lyr.), Eu. 647;κ. διψία S.Ant. 247
, 429; of the grave,κ. κατακρύπτει χάριν Pi.O.8.79
, cf. S.OC 406, El. 435, etc.; κόνει φύρειν κάρα, in sign of mourning, E.Hec. 496; ἡ ἐπίχρυσος κ. gold dust, Poll.7.97.2 ashes, ἐν κόνι ἄγχι πυρός Od.l.c.;κόνιν αἰθαλόεσσαν χεύατο κὰκ κεφαλῆς Il.18.23
, cf. Theoc.24.93. -
3 ἀγοστός
ἀγοστός: hand bent for seizing; ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ, ‘clutched the ground,’ said of the warrior's dying agony, Il. 11.425; cf. κόνιος δεδραγμένος ( δράσσομαι).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀγοστός
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий