-
121 Πλινθινητης
κόλπος ὅ Плинтинский залив Her. -
122 που
I.ион. κού adv. энкл.1) где-нибудь, где-то(ποὺ ἐν πεδίῳ Hom.)
οὐχ ἑκάς που Soph. — где-то недалеко;ἐμβαλεῖν που τῆς χώρας Xen. — вторгнуться в какую-л. часть страны2) как-нибудь, в каком-либо отношении, так или иначе, в той или иной степениεἴ που δέοι Xen. — если возникала какая-л. необходимость;
τάχα που Soph. — скорее всего, по всей вероятности;πάντως κου μέμνησθε Her. — вы, вероятно, хорошо помните;ἔτεα τρία καὴ δέκα κου μάλιστα γεγονώς Her. — в возрасте, пожалуй, не больше тринадцати лет;οὐδείς που τοῦτο ἀνθρώπων ἀγνοεῖ Plat. — да нет, пожалуй, человека, который не знал бы этогоII.ион. κοῦ adv.1) где, в каком месте(ποῦ δέ οἱ ἔντεα κεῖται, ποῦ δέ οἱ ἵπποι; Hom.)
; intens. ποῦ γῆς; и ποῦ χθονός; Trag. где же наконец?, где именно?; ποῦ τῆς χώρας; Xen. в какой части страны?; ποῦ γνώμης εἶ; Soph. на чем ты остановился в своих замыслах?, что ты затеваешь?; ποῦ ποτ΄ εἰμὴ πράγματος; Soph. что со мной?2) как, каким образом, на каком основанииκοῦ γε δέ οὐκ ἂν χωσθείη κόλπος ; Her. — почему же залив не оказался занесенным илом?;
ποῦ χρέ τίθεσθαι ταῦτα, ποῦ δ΄ αἰνεῖν ; Soph. — как это следует понять, как (можно) хвалить?;ποῦ σὺ μάντις εἶ σαφής ; Soph. — на каком основании ты считаешься мудрым прорицателем? -
123 Ρεα
эп.-ион. Ῥέη, эп. Ῥεῖᾰ, ион. Ῥείη ἥ (Ῥέα иногда как один долгий слог) Рея1) дочь Урана и Геи, мать Зевса, Посидона, Гадеса, Гестии, Деметры и Геры Hom., Hes.Ῥέας κόλπος Aesch. — залив Реи, т.е. Ионический
2) лат. Rhea Silvia, дочь царя Альбы Нумитора, мать Ромула и Рема Plut.3) мать Сертория Plut. -
124 Σαρωνικος
3саронскийΣ. κόλπος, тж. πορθμός Aesch. и πόντος Eur. — Саронский залив (в Эгейском море, между Аттикой, Мегаридой и Арголидой)
-
125 Τεριναιος
-
126 бухта
I.(залив) о κολπίσκος, ο κόλπος, о όρμος.II.(круг сложенного витком каната, проволоки, троса и т.п.) η σπείραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бухта
-
127 влагалище
1. бот. о κολεός, η θήκη 2. анат. о κόλπος (της μήτρας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > влагалище
-
128 губа
1. (зажимная) η σιαγών/σιαγόνα σύσφιξης 2. (мор) ο κόλπος, ο ορμός 3. (анат) το χείλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > губа
См. также в других словарях:
κόλπος — κόλπος, ο και κόρφος, ο 1. στήθος. 2. αγκαλιά: Την έσφιξε στους κόλπους του. 3. περιβάλλον: Γύρισε στους κόλπους της οικογένειάς της. 4. τμήμα θάλασσας που μπαίνει βαθιά στην ξηρά: Έχουν αγκυροβολήσει στον Κορινθιακό κόλπο. 5. συμφόρηση, νταμπλάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόλπος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek
Κόλπος Ορφανού — Sp Strimòno įlanka Ap Στρυμονικός Κόλπος/Strymonikos Kolpos Sp Orfãno įlanka Ap Κόλπος Ορφανού/Kolpos Orfanou L Egėjo j., ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Κόλπος Άγιου Όρους — Sp Ãgios Òro įlanka Ap Κόλπος Άγιου Όρους/Kolpos Agiou Orous L Egėjo j., ŠR Graikija (Chalkidikė) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Κόλπος Ιερισσού — Sp Jeriso įlanka Ap Κόλπος Ιερισσού/Kolpos Ierissou L prie Chalkidikės r krantų, ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Κόλπος Κισσάμοu — Sp Kisãmo įlanka Ap Κόλπος Κισσάμοu/Kolpos Kissamou L prie Kretos š vakarų, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Κόλπος Σούδαs — Sp Sùdos įlanka Ap Κόλπος Σούδαs/Kolpos Soudas L Egėjo j., Graikija (Kreta) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Θερμαϊκός κόλπος — Κόλπος που σχηματίζεται στη βορειοδυτική άκρη του Αιγαίου Πελάγους, μεταξύ της χερσονήσου της Χαλκιδικής στα ανατολικά και των ακτών των νομών Θεσσαλονίκης, Ημαθίας και Πιερίας στα δυτικά. Από τον μυχό του έως την είσοδό του έχει μήκος 78 μίλια… … Dictionary of Greek
Μαλιακός κόλπος — Κόλπος της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, ανάμεσα στη Φθιώτιδα και στη Λοκρίδα. Είναι γεωλογικό δημιούργημα του ρήγματος το οποίο σχημάτισε και τον Ευβοϊκό κόλπο. Αρχίζει από τα ακρωτήρια Καραβοφάναρο και Χιλιομίλι, στο εσωτερικό του σχηματίζονται… … Dictionary of Greek
Λακωνικός κόλπος — Κόλπος (πλάτος περ. 20 μίλια) στη νότια Πελοπόννησο ανάμεσα στις χερσονήσους της Μάνης στα Δ, που καταλήγει στο ακρωτήριο Ταίναρο, και Έλους ή Επιδαύρου Λιμηράς στα Α, που καταλήγει στο ακρωτήριο Μαλέας. Η είσοδός του ανοίγεται μεταξύ του… … Dictionary of Greek