-
1 κολλ-εψός
-
2 κολλ-ώδης
κολλ-ώδης, ες, leimartig, klebrig; τὸ λιπαρὸν καὶ τὸ κολλῶδες Plat. Crat. 427 b; βρώματα Ath. III, 120 c; Plut. u. a. Sp.; κολλωδέστατα δένδρα Arist. H. A. 9, 40 A.
-
3 ταυρο-κολλ-ώδης
ταυρο-κολλ-ώδης, ες, dem Stierleim ähnlich, Sp.
-
4 κολλεψός
κολλ-εψός, ὁ, der Leimkocher -
5 κολλώδης
κολλ-ώδης, ες, leimartig, klebrig -
6 κολλητήριος
κολλητήριος, = κολλητικός; τὸ κολλ., der Leim.
-
7 κολλητήριος
κολλητήριος, τὸ κολλ., der Leim -
8 ταυροκολλώδης
ταυρο-κολλ-ώδης, ες, dem Stierleim ähnlich
См. также в других словарях:
εσχατοκόλλιον — ἐσχατοκόλλιον και ἐσχατόκολλον, τὸ (Α) το τελευταίο φύλλο που κολλιέται στον κύλινδρο παπύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + θ. κόλλ τού ρ. κολλώ + κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
κίμβιξ — κίμβιξ, ικος, ὁ (Α) 1. φιλάργυρος, τσιγγούνης 2. αυτός που ενδιαφέρεται για μηδαμινά πράγματα, ο μικρολόγος 3. μτφ. (για συγγραφέα) αυτός που αρέσκεται σε ασήμαντες λεπτομέρειες, ο λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής αρχ. καθημερινής ομιλίας,… … Dictionary of Greek
κολάρο — το 1. ο σκληρός γιακάς τών υποκαμίσων 2. πρόσθετος γιακάς σε πουκάμισο 3. μτφ. αφρός μπίρας στο ποτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. collaro. Στην παλαιότερη αλλά και σε μεγάλο μέρος τής σύγχρονης βιβλιογραφίας ο τ. απαντά με την παραδοσιακή του γρφ. κολλ … Dictionary of Greek
κολέγιο — το (Μ κολλέγιον) νεοελλ. 1. εκπαιδευτικό ίδρυμα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας ή μόνο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο οποίο συνήθως ο μαθητής, εκτός από τις ώρες τών μαθημάτων, μπορεί να μείνει και την υπόλοιπη μέρα για μελέτη («Κολλέγιο Αθηνών») … Dictionary of Greek
κολήγας — και κολήγος και κολέγας, ο (Α κολλήγας) νεοελλ. 1. αυτός που καλλιεργεί ξένο κτήμα ή βόσκει ξένο κοπάδι και μοιράζεται τα παραγόμενα προϊόντα με τον ιδιοκτήτη 2. συνεταίρος, συνεργάτης 3. φίλος αρχ. συνάρχοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. collega. Στην… … Dictionary of Greek
κολεκτίβα — η 1. ομάδα ανθρώπων που μετέχουν από κοινού στην παραγωγή, διαχείριση και απολαυή υλικών αγαθών 2. σύνολο ανθρώπων που μετέχουν από κοινού στην εκτέλεση ενός έργου ή στην εκλήρωση μιας προσπάθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… … Dictionary of Greek
κολεκτιβισμός — Πολιτικοοικονομικό σύστημα, στο οποίο οι συντελεστές παραγωγής και η διανομή των αγαθών ελέγχονται από το κοινωνικό σύνολο (κράτος, αυτόνομες κοινότητες ή συναιτεριστικές οργανώσεις) και όχι από ιδιώτες. Υπό την έννοια αυτή ο κ. είναι αντίθετος… … Dictionary of Greek
κολεκτιβιστικός — ή, ό και κολεκτιβίστικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κολεκτίβα ή στον κολεκτιβισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. collectiviste < γαλλ. collectif < λατ. collectivus «συγκεντρωμένος»). Στην παλαιότερη αλλά… … Dictionary of Greek
κολεκτιβοποίηση — η (στις σοσιαλιστικές χώρες) η εφαρμογή τού συστήματος τών αγροτικών παραγωγικών συνεταιρισμών στο μεγαλύτερο μέρος ή στο σύνολο τής αγροτικής οικονομίας και τών γεωργικών και κτηνοτροφικών νοικοκυριών. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου, πρβλ.… … Dictionary of Greek
κομήεις — κομήεις, εσσα, εν (Α) πολύφυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη με σημ. «φύλλωμα δένδρου» + επίθημα ήεις (πρβλ. ανθ ήεις, κολλ ήεις)] … Dictionary of Greek
κομμιώδης — και κομμεώδης ες (Α κομμιώδης, ώδες) 1. αυτός που περιέχει κόμμι 2. αυτός που μοιάζει με κόμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι + κατάλ. ώδης (πρβλ. κολλ ώδης, πηλ ώδης)] … Dictionary of Greek