-
101 колоть
I колоть Ι (раскалывать) κόβω, σχίζω \колоть дрова σχίζω ξύλα \колоть орехи σπάζω τα καρύδια II колоть II 1) (иголкой ) τσιμπώ 2) безл.: у меня колет в боку νοιώθω σουβλιές στο πλευρό* * *I( раскалывать) κόβω, σχίζωколо́ть дрова́ — σχίζω ξύλα
IIколо́ть оре́хи — σπάζω τα καρύδια
1) ( иголкой) τσιμπώ2) безл.у меня́ ко́лет в боку́ — νοιώθω σουβλιές στο πλευρό
-
102 косить
-
103 кроить
-
104 нарезать
-
105 оборвать
оборвать 1) κόβω 2) (прекратить) διακόπτω \оборваться 1) σπάνω, σχίζω 2) (прерваться) διακόπτω* * *1) κόβω2) ( прекратить) διακόπτω -
106 обрезать
-
107 оторвать
оторвать αποσπώ· \оторвать пуговицу κόβω το κουμπί \оторваться αποσπώμαι, κόβομαι ◇ \оторваться от земли (о самолёте) απογειώνομαι* * *оторва́ть пу́говицу — κόβω το κουμπί
-
108 отрезать
-
109 поперёк
поперёк κατά πλάτος, εγκάρσια· разрезать \поперёк κόβω εγκάρσια* * *κατά πλάτος, εγκάρσιαразре́зать поперёк — κόβω εγκάρσια
-
110 порезать
порезать (поранить) κόβω; я порезал руку έκοψα το χέρι μου \порезаться κόβομαι* * *( поранить) κόβωя поре́зал ру́ку — έκοψα το χέρι μου
-
111 резать
-
112 рубить
-
113 сорвать
сорвать 1) κόβω, αποσπώ 2) (провалить) χαλνώ, ματαιώνω \сорваться 1) (упасть) πέφτω, γκρεμίζομαι 2) (не удаться ) αποτυχαίνω* * *1) κόβω, αποσπώ2) ( провалить) χαλνώ, ματαιώνω -
114 вырубать
вырубатьнесов, вырубить сов1. κόβω, κόπτω, πελεκώ, ἐκτομῶ:\вырубать деревья κόβω δέντρα·2. (дыру, окно и т. п.) ἀνοίγω·3. (уголь) ἐξορύττω, ἐξορύσσω. -
115 давить
давитьнесов1. πιέζω, ζουλώ, βαραίνω, ἐξασκώ πίεση·2. (раздавить, убивать) συντρίβω / πατῶ, κόβω, συνθλίβω (автомобилем и т. п.)·3. (мять, выжимать) στύβω, πατῶ, ζουπίζω:\давить лимон στύβω τό λεμόνι· \давить виноград πατώ τά σταφύλια·4. (душить) πνίγω, στραγγα· λίζω·5. (стягивать, жать) σφίγγω, κόβω:воротник давит ὁ γιακάς μέ σφίγγει· мне давит грудь μοῦ πλακώνει τό στήθος, μέ πιέζει στό στῆθος·6. перен (угнетать) καταπιέζω, πιέζω, πνίγω. -
116 нарубить
нарубитьсов λιανίζω, κόβω, σχίζω:\нарубить дров κόβω ξύλα -
117 настричь
настричьсов κόβω:\настричь бумаги κόβω χαρτί. -
118 остригать
остригатьнесов κόβω, ψαλιδίζω:\остригать волосы κουρεύω, κόβω τά μαλλιά. -
119 отрывать
отрывать Iнесов1. κόβω, ξεκολλώ (μετ.), ἀποσπῶΓ \отрывать пу́говицу κόβω τό κουμπί·2. (взгляд и т. ἡ.) ξεκολλώ, ἀποσπὤ3. (разлучать) χωρίζω:\отрывать от семьи χωρίζω ἀπό τήν οἰκογένειά4. (отвлекать) ἀποσπώ:\отрывать от работы ἀποσπώ ἀπό τήν δουλειά.отрывать IIнесов прям., перен ξε-θαύω, ξεσκάβω, ξεχὠνω. -
120 отучаться
отуч||атьсянесов (от чего-л.) ξεμαθαίνω, ἀπεθίζομαι, κόβω (συνήθεια):\отучатьсяаться курить κόβω τό κάπνισμα
См. также в других словарях:
κόβω — και κόφτω έκοψα, κόπηκα, κομμένος 1. τεμαχίζω, μοιράζω: Κόβω το καρπούζι. 2. τραυματίζω, πληγώνω: Έκοψα το πρόσωπό μου με το ξυράφι. 3. κόβω κάτι και το πετάω ως άχρηστο: Κόβω τα νύχια μου. 4. αλέθω, κοπανίζω: Θα κόψουμε καφέ. 5. αποβάλλω κακή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόβω — κόβω, έκοψα βλ. πίν. 7 (και ως απρόσ. [μου] κοψε) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
αντι(σ)κόβω — αντι(σ)κόβω, αντί(σ)κοψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κιιντίζω — κόβω το κρέας ώστε να γίνει κιμάς, λειανίζω, κιμαδιάζω το κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αορ. kiydim τού τουρκ. ρ. kiymak «κόβω, λειανίζω»] … Dictionary of Greek
αποκλαδίζω — κόβω τα κλαδιά που προεξέχουν … Dictionary of Greek
κοντοκλαδεύω — κόβω τα κλαδιά ενός δέντρου έτσι ώστε να μείνουν κοντά, κλαδεύω κοντά τα κλωνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + κλαδεύω ή < κοντοκλάδι] … Dictionary of Greek
κοψοκεφαλιάζω — κόβω το κεφάλι ή την κορυφή κάποιου, κουτσοκεφαλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο) * + κεφαλ ιάζω (< κεφάλι), πρβλ. πονο κεφαλιάζω, σπαζο κεφαλιάζω] … Dictionary of Greek
βλαστοκοπώ — κόβω τα κλαδιά, κλαδεύω χρησιμοποιώντας το ειδικό δεντροκομικό μαχαίρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κείρω — (ΑΜ κείρω, Α ιων. τ. κερέω) κόβω τα μαλλιά, κουρεύω μσν. συλλέγω, μαζεύω αρχ. 1. ξυρίζω, κόβω τις τρίχες σύρριζα 2. (σε μεγάλο πένθος) κόβω τα μαλλιά μου για να εκδηλώσω τη θλίψη μου 3. ληστεύω, αρπάζω 4. αποκόπτω, αποτέμνω 5. δρέπω 6. ερημώνω… … Dictionary of Greek
εκτέμνω — (AM ἐκτέμνω) 1. (για δέντρα) κόβω και βγάζω από τη γη 2. αφαιρώ, στερώ, εκμηδενίζω, καταστρέφω μσν. «μακρὰν ἐκτέμνω ὁδόν» διανύω (Γ. Πισίδ.) αρχ. 1. κόβω, αφαιρώ 2. (για γιατρό) κόβω ένα άρρωστο μέρος ή μέλος τού σώματος 3. (για μαλλιά) κουρεύω,… … Dictionary of Greek