Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κόβω+τα

  • 21 ρίζα

    η
    1) е рази. знач корень;

    ρίζες τού δέντρου — корни дерева;

    έχει εκατόν ρίζες εληές — у него сто корней маслины, сто оливковых деревьев;

    ρίζα του δοντιού — корень зуба;

    ρίζα της λέξης — корень слова;

    ρίζα του κάκου — корень зла;

    τετραγωνική (κυβική) ρίζα — квадратный (кубический) корень;

    βγάζω ( — или εξάγω) τη ρίζα — извлекать корень;

    πιάνω ( — или απλώνω) ρίζα — пускать корни;

    χτυπώ το κακό στη ρίζα — или κόβω το κακό απ' τη ρίζα — пресекать зло в корне;

    έχω βαθειές ρίζες — иметь глубокие корни;

    2) перен. основание, база;

    ρίζα του βουνού — подножие горы;

    3) мат., хим. радикал

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ρίζα

  • 22 σύρριζα

    επίρρ.
    1) под корень; с корнем; до корней;

    κόβω τα μαλλιά μου σύρριζα — стричься наголо;

    2) очень близко (к чему-л.);
    3) радикально, коренным образом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σύρριζα

  • 23 σχέδιο(ν)

    τό
    1) проект; план;

    τό πεντάχρονο σχέδιο(ν) — пятилетний план, пятилетка;

    σχέδιο(ν) απόφασης — проект резолюции;

    σχέδιο(ν) νόμου — законопроект;

    καταστρώνω σχέδιο(ν) — составлять план;

    εκπληρώνω (ματαιώνω) σχέδιο(ν) — выполнять (срывать) план;

    2) план, замысел, намерение; цель;

    πραγματοποιώ τα σχέδιά μου — осуществлять свои планы, намерения;

    3) чертёж; схема;
    4) эскиз, набросок; 5) рисунок; узор;

    σχέδιο(ν) με μολύβι (κάρβουνο) — рисунок карандашом (углём);

    6) образчик; фасон;

    κόβω σχέδιο(ν) — снять фасон;

    § τον πήρε το σχέδιο(ν)он случайно попал (куда-л., в какую-л. категорию)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σχέδιο(ν)

  • 24 σχέδιο(ν)

    τό
    1) проект; план;

    τό πεντάχρονο σχέδιο(ν) — пятилетний план, пятилетка;

    σχέδιο(ν) απόφασης — проект резолюции;

    σχέδιο(ν) νόμου — законопроект;

    καταστρώνω σχέδιο(ν) — составлять план;

    εκπληρώνω (ματαιώνω) σχέδιο(ν) — выполнять (срывать) план;

    2) план, замысел, намерение; цель;

    πραγματοποιώ τα σχέδιά μου — осуществлять свои планы, намерения;

    3) чертёж; схема;
    4) эскиз, набросок; 5) рисунок; узор;

    σχέδιο(ν) με μολύβι (κάρβουνο) — рисунок карандашом (углём);

    6) образчик; фасон;

    κόβω σχέδιο(ν) — снять фасон;

    § τον πήρε το σχέδιο(ν)он случайно попал (куда-л., в какую-л. категорию)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σχέδιο(ν)

  • 25 τσιγάρο

    τό
    1) сигарета; папироса;

    πίνω τσιγάρο — курить;

    κόβω το τσιγάρο — бросать курить;

    2) курение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τσιγάρο

  • 26 φτερό

    τό
    1) перо;

    πέφτουν τα φτερά — линять;

    2) крыло (птицы, тж. тех);

    φτερό αυτοκινήτου (αεροπλάνου) — крыло автомашины (самолёта);

    φτερό ανεμόμυλου — крыло ветряной мельницы;

    3) лопасть;

    φτερό του κουπιού — лопасть весла;

    § δίνω φτερά — окрылять (кого-л.);

    κάνω φτερό ( — или φτερа) а) взлетать; — улетать; — б) исчезать; — пропадать, теряться;

    κόβω ( — или ψαλιδίζω) τα φτερά κάποιου — подрезать крылья кому-л.;

    κόβονται τα φτερά μου — терять опору, поддержку4, μαζεύω τα φτερά μου — а) опускать крылья; — б) стать скромнее, перестать заноситься;

    ανοίγω τα φτερά — расправлять крылья;

    στο φτερό — а) на лету;

    б) поспешно, торопливо, наспех

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φτερό

  • 27 χαρτί

    τό
    1) бумага;

    χαρτί επιστολογραφίας — почтовая бумега;

    μιά κόλλα χαρτί — лист(ок) бумаги;

    2) документ, бумага; свидетельство, удостоверение;

    δεν είναι εν τάξει τα χαρτία μου — мой бумаги не в порядке;

    δεν πήρα ακόμα το χαρτί — свидетельство я ещё не получил;

    3) (чаще πλ.) игральные карты;

    μιά τράπουλα χαρτίά — колода карт;

    ανακατεύω τα χαρτίά — тасовать карты;

    κόβω τα χαρτίά — снимать карты;

    κάνω ( — или μοιράζω) τα χαρτίά — сдавать карты;

    κάνω ταχυδακτυλουργίες με τα χαρτίά — показывать фокусы на картах;

    ρίχνω τα χαρτίά — гадать на картах;

    4) πλ. карточная игра;

    παίζω χαρτίά — играть в карты;

    έφαγε την περιουσία του στα χαρτίά — он проиграл своё состояние в карты;

    § ста χαρτίά — на бумаге, формально;

    τα λέγω χαρτί και καλαμάρι — передавать что-л, слово в слово;

    όποιος χάνει στα χαρτίά κερδίζει στην αγάπη — кому не везёт в карты — везёт в любви

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χαρτί

  • 28 χρώμα

    τό
    1) цвет, окраска;

    ανοιχτό (σκούρο) χρώμα — светлый (тёмный) цвет;

    ο τόνος τού χρώματος оттенок цвета, тон;
    ανοιχτά χρώματα светлые тона; τα χρώματα της ίριδος цвета радуги; κύρια χρώματα основные цвета; 2) краска; εικόνες με χρώματα цветные картинки; 3) румяна;

    βάζω χρώμα στα μαγουλά μου — румяниться;

    4) краска, румянец;

    τό χρώμα της ντροπής — краска стыда;

    5) цвет лица;

    έχω καλό χρώμα — иметь хороший цвет лица;

    έχει ωραία χρώματα у неё прекрасный цвет лица;

    αλλάζω χρώμα — меняться в лице;

    6) перен. краски, выразительность;
    ο λόγος του εστερείτο χρώματος его речь лишена красок, выразительности; 7) колорит;

    τοπικό χρώμα — местный колорит;

    8) муз. тон;

    χρώμα του ήχου — тембр, окраска звука;

    § μου κόβει το χρώμαили χάνω το χρώμα μου — бледнеть, становиться бледным как полотно;

    κόβω ( — или χάνω) το χρώμα — выцветать, выгорать;

    κάνω ( — или παίρνω) χρώμα — а) разрумяниться (о человеке); — б) принимать красивую окраску;

    πήρε χρώμα το ψητό — жаркое подрумянилось;

    οξύνω τα χρώματα сгущать краски

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χρώμα

См. также в других словарях:

  • κόβω — και κόφτω έκοψα, κόπηκα, κομμένος 1. τεμαχίζω, μοιράζω: Κόβω το καρπούζι. 2. τραυματίζω, πληγώνω: Έκοψα το πρόσωπό μου με το ξυράφι. 3. κόβω κάτι και το πετάω ως άχρηστο: Κόβω τα νύχια μου. 4. αλέθω, κοπανίζω: Θα κόψουμε καφέ. 5. αποβάλλω κακή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόβω — κόβω, έκοψα βλ. πίν. 7 (και ως απρόσ. [μου] κοψε) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek

  • αντι(σ)κόβω — αντι(σ)κόβω, αντί(σ)κοψα βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κιιντίζω — κόβω το κρέας ώστε να γίνει κιμάς, λειανίζω, κιμαδιάζω το κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αορ. kiydim τού τουρκ. ρ. kiymak «κόβω, λειανίζω»] …   Dictionary of Greek

  • αποκλαδίζω — κόβω τα κλαδιά που προεξέχουν …   Dictionary of Greek

  • κοντοκλαδεύω — κόβω τα κλαδιά ενός δέντρου έτσι ώστε να μείνουν κοντά, κλαδεύω κοντά τα κλωνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + κλαδεύω ή < κοντοκλάδι] …   Dictionary of Greek

  • κοψοκεφαλιάζω — κόβω το κεφάλι ή την κορυφή κάποιου, κουτσοκεφαλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο) * + κεφαλ ιάζω (< κεφάλι), πρβλ. πονο κεφαλιάζω, σπαζο κεφαλιάζω] …   Dictionary of Greek

  • βλαστοκοπώ — κόβω τα κλαδιά, κλαδεύω χρησιμοποιώντας το ειδικό δεντροκομικό μαχαίρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κείρω — (ΑΜ κείρω, Α ιων. τ. κερέω) κόβω τα μαλλιά, κουρεύω μσν. συλλέγω, μαζεύω αρχ. 1. ξυρίζω, κόβω τις τρίχες σύρριζα 2. (σε μεγάλο πένθος) κόβω τα μαλλιά μου για να εκδηλώσω τη θλίψη μου 3. ληστεύω, αρπάζω 4. αποκόπτω, αποτέμνω 5. δρέπω 6. ερημώνω… …   Dictionary of Greek

  • εκτέμνω — (AM ἐκτέμνω) 1. (για δέντρα) κόβω και βγάζω από τη γη 2. αφαιρώ, στερώ, εκμηδενίζω, καταστρέφω μσν. «μακρὰν ἐκτέμνω ὁδόν» διανύω (Γ. Πισίδ.) αρχ. 1. κόβω, αφαιρώ 2. (για γιατρό) κόβω ένα άρρωστο μέρος ή μέλος τού σώματος 3. (για μαλλιά) κουρεύω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»