-
21 срезаться
[σριζάτσα] ρ. κόβομαι -
22 срезаться
[σριζάτσα] ρ κόβομαι -
23 взрезать
-
24 возомнить
ρ.σ. έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, είμαι όλο ιδέα, κόβομαι πολύς, υπεραΐρομαι. -
25 выключить
-чу, -чишь ρ.σ.μ.1. αποκλείω, δε συμπεριλαβαίνω•выключить из списка δε συμπεριλαβαίνω στον κατάλογο•
выключить из игры αποκλείω από το παιγνίδι.
|| παλ. αποβάλλω, διώχνω•выключить из гимназии αποβάλλω από το γυμνάσιο.
2. διακόπτω, αποσυνδέω, σταματώ, σβήνω•выключить свет σβήνω το φως•
выключить радио σβήνω το ράδιο•
выключить телефон αποσυνδέω το τηλέφωνο•
выключить мотор σταματώ το μοτέρ.
1. εξαφανίζομαι, χάνομαι, σβήνομαι.2. διακόπτομαι, κόβομαι, αποσυνδέομαι•свет -лся το φως κόπηκε.
-
26 вырезать(ся)
вы/ резать(ся) 1-ежу, -ежешь, προστκ. вырежи, κ. вырежь, ρ.σ.μ.1. κόβω, αποκόπτω, εκκόπτω, εκ-τέμνω, αφαιρώ, βγάζω•вырезать(ся) опухоль αφαιρώ τον όγκο•
вырезать(ся) картинки из книги κόβω τις εικόνες από το βιβλίο.
2. σκαλίζω, χαράσσω•вырезать(ся) свое имя на кольце χαράσσω το όνομα μου στο δαχτυλίδι.
3. ξεχωρίζω, δίνω•беднякам -ли лучшие земли στη φτωχολογιά έδωσαν τα καλύτερα χωράφια.
|| σφάζω, κατασφάζω•бандиты -ли все население деревни οι ληστές έσφαξαν όλους τους κατοίκους του χωριού•
1. κόβομαι, αποκόπτομαι.2. μτφ. ξεχωρίζω, διακρίνομαι, φαίνομαι ζωηρά.выреза/ ть(ся) 2ρ.δ.βλ. вырезать(ся). -
27 вычеканивать
ρ.δ.μ. νομισματοποιώ, χαράζω, κόβω μεταλλικό νόμισμα.νομισματοποιούμαι, χαράσσομαι, κόβομαι. -
28 гранить
ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. граненный, βρ: -нен, -нена, -неноκόβω κατά πλευρίες, φτιάχνω έδρες (για διαμάντια, κρύσταλλα κλπ.).εκφρ.гранить мостовую – α) τρώγω τους δρόμους (παραβαδίζω). β) περιφέρομαι άσκοπα.κόβομαι κατά πλευρίες. -
29 задавать
-даю, -даешь; προστκ. задавай; επίρ. μτχ. задаваяρ.δ.βλ. задать.(απλ.) κορδώνομαι, καμαρώνω, κάνω πως κάτι είμαι, κόβομαι πολύς, κομπάζω. -
30 закраивать
-
31 замять
-мну, -мнешьρ.σ.μ.1. ζουπώ, -ίζω, πατώ, θλίβω, πιέζω.2. σταματώ, ανακόπτω, κόβω•замять скандал σταματώ τον καβγά•
замять разговор σταματώ τη συνομιλία.
|| τραΒώ την προσοχή• αποσιωπώ, σκεπάζω.1. συγχύζομαι, τα χάνω, ακινητώ.2. κομπιάζω, δεν έχω τι ναπώ, δε βρίσκω,την κατάλληλη λέξη.3. σταματώ, κόβομαι, αναστέλλομαι. -
32 зарубить
-ублю, -убишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зарубленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.1. φονεύω με τσεκούρι ή με σπαθί.2. εγκόπτω, εντέμνω, εγχαράσσω• σημαδεύω.3. (για ορυκτά) υποσκάπτω.εκφρ.зарубить на носу ή на лбу ή в памяти – το βάζω καλά στο μυαλό μου, το χάραζω καλά στη μνήμη μου.(απλ.) φονεύομαι, σκοτώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.κόβομαι με το τσεκούρι. -
33 застригать
-
34 изрезать
изре/ зать 1-жу, -жешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изрезанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.μ.1. κατακόβω, κατατεμαχίζω, κατακομματιάζω, διαμελίζω•изрезать материю κατακόβω το ύφασμα.
2. τραυματίζω, πληγώνω•изрезать руку κατακόβω το χέρι.
τραυματίζομαι, πληγώνομαι, κόβομαι.изреза/ ть(ся) 2ρ.δ.βλ. изрезать(ся). -
35 иссекать
-
36 корчить
-чу, -чишьρ.δ. μ.1. απρόσ. σφαδάζω έχω σπασμούς•его -ит от боли αυτός σφαδάζει από τον πόνο.
|| μτφ. προκαλώ αντιπάθεια, απέχθεια πληγώνω, καταλυπώ, τσακίζω την καρδιά.2. προσποιούμαι, κάνω τον... корчить из себя κόβομαι πολύς, κάνω το σπουδαίο, τον μεγάλο•корчить дурака κάνω το βλάκα•
корчить из себя недотрогу παρασταίνω τον μη μου άπτου•
корчить из себя барыню κάνω την αρχόντισσα•
корчить святошу κάνω τον άγιο ή το θρήσκο•
корчить из себя учёного κάνω τον επιστήμονα ή το σοφό•
корчить из себя святого κάνω τον άγιο•
корчить гримасы ή рожи βλ. гримасничать.
μαζεύομαι, κουλουριάζομαι από τον πόνο. -
37 кроить
крою, кроишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кроенный, βρ: кроен, -а, -оρ.δ. κόβω (ύφασμα ή δέρμα για ράψιμο).κόβομαι. -
38 лопнуть
ρ.σ.1. σπάζω, κόβομαι, σχίζομαι• σκάζω•стакан -ул το ποτήρι έσπασε•
верв-ка -ла η τριχιά κόπηκε•
шина -ла το λάστιχο έσκασε.
2. βλ. лопаться (1,2,3 σημ.).εκφρ.терпение -ло – η υπομονή εξαντλήθηκε•со смеху σκάζω από τα γέλια•лопнуть со злости – σκάζω από το κακό•лопнуть от гнева – σκάζω από το θυμό•лопнуть от злобы – σκάζω από την κακία•лопнуть от зависти – σκάζω από τη ζήλεια•лопни (мой) глаза – (όρκος) να μου βγούνε τα μάτια•хоть лопни – (για μάταιες προσπάθειες) βρε να σκάσεις. -
39 манежить
-жу, -жить,ρ.δ.μ.1. ασκώ, εξασκώ άλογο σε ιπποδρομία.2. μτφ. κουράζω, βασανίζω, ταλαιπωρώ• υποχρεώνω να περιμένει για πολύ χρόνο.ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα, κόβομαι, τσακίζομαι. -
40 модничать
ρ.δ.1. ντύνομαι της μόδας, ακολουθώ τη μόδα.2. μτφ. (απλ.) κόβομαι, κάνω νάζια, τσακίσματα.
См. также в других словарях:
κόβομαι — κόβομαι, κόπηκα, κομμένος βλ. πίν. 171 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αγουροφτάνω — αν και κόβομαι άγουρος, ωριμάζω κάπως … Dictionary of Greek
διαμερίζω — (AM διαμερίζω) διαχωρίζω, χωρίζω κάτι στα μέρη που τό αποτελούν αρχ. 1. μεσ. διαμερίζομαι διαμοιράζω («διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά του» μοίρασαν τα ρούχα του μεταξύ τους) 2. παθ. διαμερίζομαι α) αποχωρίζομαι από κάποιον λόγω έχθρας β) κόβομαι σε… … Dictionary of Greek
κερματούμαι — κερματοῡμαι, όομαι (Α) [κέρμα] κερματίζομαι, κόβομαι σε κέρματα, σε μικρά τεμάχια … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
λωθροκόβομαι — (για πεταλωμένο υποζύγιο) τραυματίζομαι στο πόδι από λώθρα που δεν έχει κοπεί καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώθρα «οξύ μέρος τών καρφιών» + κόβομαι] … Dictionary of Greek
μακελλεύω — και μακελλεύγω (AM μακελλεύω, Μ και μακελλεύγω) [μάκελλον] νεοελλ. 1. κακοποιώ, δέρνω 2. μέσ. μακελλεύομαι κόβομαι, τραυματίζομαι βαριά* || (νεοελλ. μσν.) σφάζω, σκοτώνω μσν. διαμελίζω, ξεσχίζω, κομματιάζω αρχ. έχω κρεοπωλείο, είμαι κρεοπώλης … Dictionary of Greek
μαχαιροσκοτώνομαι — σκοτώνομαι με μαχαίρι ή κόβομαι με μαχαίρι («πολλούς γιαράδες έγιανα μαχαιροσκοτωμένους», δηλ. τραγούδι) … Dictionary of Greek
περικόπτω — ΝΜΑ και περικόβω Ν νεοελλ. 1. αφαιρώ μέρη από ένα σύνολο, λ.χ. από κείμενο, κινηματογραφική ταινία κ.λπ. 2. μειώνω, ελαττώνω, περιστέλλω περιορίζω νεοελλ. αρχ. κόβω κάτι ολόγυρα, στις άκρες, ακρωτηριάζω, κολοβώνω, κουτσουρεύω μσν. αρχ. αναχαιτίζω … Dictionary of Greek
περισκάπτω — ΝΜΑ νεοελλ. σκάβω τάφρο γύρω από έναν χώρο μσν. αρχ. 1. σκάβω γύρω γύρω 2. παθ. περισκάπτομαι α) ανασκάπτομαι β) (για έλικα κοχλία) περικόπτομαι, κόβομαι γύρω γύρω … Dictionary of Greek