1 λιθαξ
(πέτρη Hom.)
κωφέ λ. Anth. — безмолвный камень, т.е. надгробный памятник;
Древнегреческо-русский словарь > λιθαξ
κωφέ — κωφός blunt masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)