-
1 παλαιος
3, лак. παλεόρ (compar. παλαιότερος и παλαίτερος, superl. παλαιότατος и παλαίτατος)1) старый(οἶνος, νῆες Hom.; ὑποδήματα Plat.; ἱμάτιον NT.)
2) старинный, давнишний(ξεῖνος Hom.)
κατὰ τὸν παλαιὸν λόγον Plat. — согласно старинной поговорке;ἥ παλαιὰ διαθήκη NT. — ветхий завет3) престарелый(γέρων, γρηῦς Hom.)
4) древний(Ἶλος Hom.; νόμοι Aesch.; θέσφατα Soph.)
ἐκ παλαιοῦ и ἐκ παλαιτέρου Her. — с древних времен, издревле;οἱ παλαιοί Thuc. — люди древних эпох, древние5) устаревший, обветшалый, утративший смысл, пустой(κωφὰ καὴ παλαιὰ ἔπη Soph.)
См. также в других словарях:
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek