-
1 κωνίον
-
2 κωνίον
κωνίον, τό, Kegelchen; vom Fichtenzapfen
См. также в других словарях:
κώνιον — κώνιον, τὸ (Α) βλ. κωνίο … Dictionary of Greek
κώνιον — small cone neut nom/voc/acc sg κωνάω spin a top imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) κωνάω spin a top imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωνίου — κώνιον small cone neut gen sg κωνίας pitched masc gen sg κωνίον small cone neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωνίῳ — κώνιον small cone neut dat sg κωνίον small cone neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώνια — κώνιον small cone neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωνίο — το (Α κωνίον και κώνιον) [κώνος] μικρός κώνος, μικρό κουκουνάρι νεοελλ. (ανατ. φυσιολ.) κωνική προεξοχή φωτοευαίσθητου νευρώνα στον αμφισβληστροειδή χιτώνα τού οφθαλμού τών σπονδυλοζώων η οποία έχει άμεση σχέση με την όραση τών χρωμάτων και τη… … Dictionary of Greek
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
ԽՆԴԱՄՈԼԻ — ( ) NBH 1 0952 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c գ. κώνιον cicuta. Մոլախինդ կամ մոլեխինդ. խնդակոթ. կոնիոն. խոտ թունաւոր. ... *Սոկրատէս արբ զկոնիոնն, եւ մեռաւ, որ է խնդամոլի. Եւս. քր. ՟Բ: Որ ʼի բառս Գաղիան. գրի Մոլեխինդ կամ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)