-
1 κωμα
-
2 κώμα
το мед. кома -
3 επικαλυπτω
1) покрывать, закрывать(ἐπικαλύπτει τὰ ἴχνη, sc. ἥ χιών Xen.; τῷ δέρματί τι Arst.)
2) опускать (в виде завесы)(βλέφαρα ἐπικεκαλυμμένα Arst.)
βλεφάρων σκοτεινὸν φάος ἐπικαλύψαι (v. l. ἐγκαλύψαι) Eur. — затуманить свет очей, т.е. притупить зрение3) скрывать, прятать(κακὸν δ΄ ἐπὴ κῶμα καλύπτει Hes.; τέν ἀπορίαν Plat.)
ἐ. τὰς οἰμωγάς τινος Luc. — заглушать чьи-л. рыдания4) туманить, затемнять(ἐπικαλύπτεται ὅ νοῦς πάθει Arst.)
ἥ τοῦ ὀνόματος ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται Plat. — данное (Атрею) имя неясно -
4 μαλακος
31) мягкий (на ощупь)(εὐνή, χιτών Hom.; τρίχες Arst.; ἱμάτια NT.)
2) взрыхленный, распаханный(νειός Hom.)
3) нежный(παρειαί Soph.; σώματα Xen.)
4) мягкошерстный, тонкорунный(πρόβατα Dem.)
5) тихий, безмятежный, спокойный(ὕπνος, κῶμα Hom.)
6) безболезненный, легкий(θάνατος Hom.)
7) нежный, ласковый, приветливый(ἔπεα Hom.; παρηγορίαι Aesch.; βλέμμα Arph.)
8) мягкий, кроткий, смирный(τὸ ἦθος τῶν θελειῶν Arst.; ἄνδρες Her.)
9) мягкий, снисходительный(ζημίαι Thuc.)
10) с мягким климатом, благодатный(χῶραι Her.)
11) легкий, некрепкий(οἶνος Arst.)
12) нежный, негромкий(ἐπαοιδαί Pind.; ψόφος Arst.)
13) вялый, беспечный14) слабый, безвольный(περὴ τὰς ἡδονάς Arst. и καρτερεῖν πρὸς ἡδονάς Plat.)
15) робкий, малодушный (sc. οἱ στρατιῶται Xen.)16) изнеженный, развращенный(μοιχοὴ καὴ μαλακοί NT.)
См. также в других словарях:
κῶμα — deep sleep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώμα — Παθολογική κατάσταση κατά την οποία επέρχεται απώλεια της συνείδησης, της εθελουσίας κινητικότητας και της αισθητικότητας, ενώ διατηρούνται οι λειτουργίες του νευροφυτικού συστήματος. Ο ασθενής δεν αντιδρά ακόμη και σε έντονη διέγερση. Το κ.… … Dictionary of Greek
κώμα — το, ατος ληθαργική παθολογική κατάσταση, στέρηση κάθε αισθητικότητας και κινητικότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωμᾶ — κωμάζω revel fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμάσας — κωμά̱σᾱς , κωμάζω revel fut part act fem acc pl (doric) κωμά̱σᾱς , κωμάζω revel fut part act fem gen sg (doric) κωμάσᾱς , κωμάζω revel aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώμας — κώμᾱς , κώμη unwalled village fem acc pl κώμᾱς , κώμη unwalled village fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμᾶς — κωμᾶ̱ς , κωμάζω revel fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμάσαι — κωμά̱σᾱͅ , κωμάζω revel fut part act fem dat sg (doric) κωμάζω revel aor inf act κωμάσαῑ , κωμάζω revel aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμάσαις — κωμά̱σαις , κωμάζω revel fut part act fem dat pl (doric) κωμάζω revel aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) κωμάζω revel aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώμαι — κώμᾱͅ , κώμη unwalled village fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώμαν — κώμᾱν , κώμη unwalled village fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)