-
1 κωμόομαι
-
2 κωμόομαι
См. также в других словарях:
κεκωμῶσθαι — κωμόομαι fall into lethargic sleep perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κωμόομαι
2 κωμόομαι
κεκωμῶσθαι — κωμόομαι fall into lethargic sleep perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)