-
1 μιγα
См. также в других словарях:
μίγα — (Α) επίρρ. ανάμικτα, ανακατωμένα, μαζί με («μίγα κωκυτῷ γυναικῶν κρύβδα πέμπτον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. μιγ τού μίγνυμι + επιρρμ. κατάλ. α] … Dictionary of Greek
1 μιγα
μίγα — (Α) επίρρ. ανάμικτα, ανακατωμένα, μαζί με («μίγα κωκυτῷ γυναικῶν κρύβδα πέμπτον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. μιγ τού μίγνυμι + επιρρμ. κατάλ. α] … Dictionary of Greek