-
1 κυρκανάω
κυρκανάω, nach Hesych. = κυκάω, ταράσσω; Hippocr.; Ar. Thesm. 429 δοκεῖ ὄλεϑρόν τιν' ἡμᾶς κυρκανᾶν, einrühren. Vgl. κυκανάω.
См. также в других словарях:
κυρκανᾶν — κυρκάνη fem gen pl (doric aeolic) κυρκανάω mix pres part act masc voc sg (doric aeolic) κυρκανάω mix pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κυρκανάω mix pres part act masc nom sg (doric aeolic) κυρκανᾶ̱ν , κυρκανάω mix pres inf act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρκανώ — κυρκανῶ, άω (Α) 1. ανακινώ, ταράζω, ανακατεύω («καὶ ἔστιν ᾗσι [τὸ αἷμα] κυρκανᾱται», Ιπποκρ.) 2. μτφ. ραδιουργώ, υποκινώ (ὄλεθρόν τιν ἡμᾱς κυρκανᾱν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κυκῶ, παρεκτεταμένος με επίθημα ανῶ. Το ρ οφείλεται σε… … Dictionary of Greek