-
41 κυνικής
-
42 κυνικῆς
-
43 κυνικαίς
-
44 κυνικαῖς
-
45 κυνικοίς
-
46 κυνικοῖς
-
47 κυνικοίσι
-
48 κυνικοῖσι
-
49 κυνικού
-
50 κυνικοῦ
-
51 κυνικωτέρω
-
52 κυνικωτέρῳ
-
53 κυνικώ
-
54 κυνικῷ
-
55 κυνικώς
-
56 κυνικῶς
-
57 κυνικάς
κυνικά̱ς, κυνικόςdog-like: fem acc pl -
58 cynicus
1. cynicus, a, um (κυνικός), hündisch, Hunds –, annus, Chalcid. Tim. 125. -
59 Cynicus
2. Cynicus, ī, m. (κυνικός, hündisch), der zynische Philosoph, der Zyniker, im Plur. Cynicī, die Zyniker, die zynische Sekte, Cic., Hor. u.a.: Cynici nudi dolia, des Diogenes, Iuven. – dah. adi. Cynicus, a, um, zynisch, gens, die zynische Sekte, Plaut.: Cynicae institutionis doctor, ein Lehrer der zyn. Philosophie, Tac.: cena, eine zynische Mahlzeit = eine ärmliche M., wo Schmalhans Küchenmeister ist (weil die Zyniker sehr bescheiden lebten), Petron. -
60 cynic
noun (a person who believes the worst about everyone: He is a cynic - he thinks no-one is really unselfish.) κυνικός
См. также в других словарях:
κυνικός — dog like masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνικός — ή, ό (AM κυνικός, ή, όν) [κύων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε σκύλο ή μοιάζει με σκύλο («τὸ κυνικὸν καὶ θηριῶδες τῶν ὀρέξεων κατέχειν», Πλούτ.) 2. αυτός που προέρχεται από τον αστερισμό τού Κυνός («κυνικά καύματα») 3. αυτός που… … Dictionary of Greek
κυνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκυλί, ο σκυλίσιος. 2. αυτός που ανήκε στη φιλοσοφική σχολή του σωκρατικού Αντισθένη, που είχε ονομαστεί «κυνική». 3. αναιδής, αισχρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κυνικὸς θάνατος. Παρόσον οἱ κύνες οὐ θαπτονται. — См. Собаке собачья смерть … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κυνικά — κυνικός dog like neut nom/voc/acc pl κυνικά̱ , κυνικός dog like fem nom/voc/acc dual κυνικά̱ , κυνικός dog like fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνικώτερον — κυνικός dog like adverbial comp κυνικός dog like masc acc comp sg κυνικός dog like neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνικῶν — κυνικός dog like fem gen pl κυνικός dog like masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνικόν — κυνικός dog like masc acc sg κυνικός dog like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τέλης — Κυνικός φιλόσοφος του 3ου αι. π.Χ. από τα Μέγαρα. Έγραψε: Περί του μη είναι τέλος ηδονήν, Περί αυτάρκειας, Περί φυγής, Περί πλούτου και αρετής, Περί περιστάσεων κ.ά. Τα αποσπάσματα των έργων του που σώθηκαν, εκδόθηκαν από τον Γερμανό ελληνιστή Ο … Dictionary of Greek
κυνικαῖς — κυνικός dog like fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνικαί — κυνικός dog like fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)