-
1 θήρα
A hunting of wild beasts, the chase,βάν ῥ' ἴμεν ἐς θήρην Od.19.429
;αἵμονα θήρης Il.5.49
;ἰέναι ἐπὶ τὴν θήρην Hdt.1.37
, 4.114, cf. Ar.Fr.2 D.; ζῶσι ἀπὸ θ. Hdt.4.22, cf. Arist.Pol. 1256a35;ἐποίησε μεγάλην θήραν X.Cyr.1.4.14
;θ. ποιεῖσθαι Arist.HA 541a20
;τὰς θ. τῶν ὀρτύγων ἐποιοῦντο D.S.1.60
; τοῦ πτηνοῦ γένους θ., = ὀρνιθευτική, Pl.Sph. 220b; ἡ περὶ θάλατταν θ. fishing, Id.Lg. 823d; κυνηγεσία καὶ ἡ ἄλλη θ. ib. 763b: pl., πέρδικες εἰς τὰς θ. ἀγόμεναι, of decoy birds, Arist.GA 751a14, cf. Phld.Ir.p.42 W., Ant.Lib.41.2.b in Ptolemaic Egypt,στρατηγὸς ἐπὶ τὴν θ. τῶν ἐλεφάντων OGI82
, 86 (iii B.C.), cf. Str.16.4.5,7, Wilcken Chr.385.14 (iii B.C.), PPetr.3p.292 (iii B.C.), etc.2 metaph., eager pursuit of anything, θήραν.. ἔχομεν τόξων, = θηρῶμεν τὰ τόξα, S.Ph. 840;δυσμενῶν θήραν ἔχειν Id.Aj. 564
;θ. ἀνθρώπων Pl.Sph. 222b
, 222c; ; , etc.II prey, game,αἶψα δ' ἔδωκε θεὸς μενοεικέα θήρην Od.9.158
, cf. A.Ch. 251, E.Ba. 1144; πρὶν κινεῖσθαι τὴν θ. X. Cyr.2.4.25; θήραν καλήν, of a prisoner, S.Ph. 609: in pl., ὦ πταναὶ θῆραι, of birds, ib. 1146 (lyr.); τὴν θ. ἐπὶ τοῦ μέσου τηροῦσα watching its prey, of a spider, Arist.HA 623a13.IV in Roman times, the games of the Circus, Epigr.Gr.351.3 ([place name] Nicaea).
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский