-
1 κυλοιδιαω
См. также в других словарях:
CYLON — Olympionices Athemensis; δἰαυλον vicit, Olymp. 35. Instmctu Megatridis uxoris suae, sororis Theagenis inhiavit Tyrannidi: consultô tamen prius oraculô responsum accepit. vocô potiturum esse, si urbem magnô Iovis festô adoriretur. Quod ille… … Hofmann J. Lexicon universale
-ιστός — (ΑΜ ιστός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τος τών ρηματικών επιθ. (πρβλ. αγαπη τός < αγαπώ, λυ τός < λύω) από το θ. σε ισ τού αορ. πολλών ρημάτων (συνήθως σε ίζω), πρβλ. αρχ. κυλίνδω «κυλῶ», αόρ. ἑκύλ ισ α > κυλ ισ τός, νεοελλ. γεμ ίζω,… … Dictionary of Greek
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek
κυλίσκη — κυλίσκη, ἡ (Α) μικρή κύλικα, κυπελλάκι, ποτηράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλ ιξ + υποκορ. κατάλ. ίσκη (πρβλ. στεφαν ίσκη, χυτρ ίσκη)] … Dictionary of Greek
κυλίχνη — (Cylichne). Γένος γαστεροπόδων μαλακίων της ομοταξίας των οπισθοβραγχίων. Περιλαμβάνει θαλάσσια ζώα με περιορισμένη κόγχη. Ζουν σε όλες τις θάλασσες προσκολλημένα πάνω σε υδρόβια φυτά. Απολιθωμένα λείψανα του γένους έχουν βρεθεί σε στρώματα… … Dictionary of Greek
κυλίω — (AM κυλίω) κινώ κάτι περιστροφικά στο έδαφος, τσουλάω, κυλώ ή κάνω κάτι να κυλήσει, μετακινώ στριφογυρίζοντας («κυλίσατε λίθους ἐπὶ τὸ στόμα τοῡ σπηλαίου», ΠΔ) νεοελλ. 1. (συν. μέσ. ή παθ.) κυλίομαι και κυλιέμαι πέφτω προς τα κάτω κυλώντας 2. φρ … Dictionary of Greek
κυλλός — κυλλός, ή, όν (AM) αυτός που έχει παραμορφωμένο το ένα του χέρι αρχ. 1. αυτός που έχει κάποιο ελάττωμα στο ένα ή και στα δύο του πόδια, κυρίως πόδια που λυγίζουν προς τα έξω από αρθρίτιδα 2. γεν. στρεβλός, παραμορφωμένος («κυλλὸν οὖς», Ιπποκρ.) 3 … Dictionary of Greek
κυλώ — άω, μέσ. κυλιέμαι και κυλιούμαι 1. κινώ κάτι ή κινούμαι περιστροφικά πάνω σε μιαν επιφάνεια ή μέσα σε κάτι (α. «χαμαί στη γης εξάπλωσε, στα αίματα κυλίστη», Ερωτόκρ. β. «τα παιδιά κυλιούνται στην άμμο») 2. κάνω κάτι να κατρακυλήσει, να κυλήσει… … Dictionary of Greek
πιθάκνη — και αττ. τ. φιδάκνη και λακων. τ. πισάκνα, ή, Α 1. πιθάρι που χρησιμοποιούσαν συνήθως για εναπόθεση κρασιού, κρασοπίθαρο («οἰκοῡντ ἐν ταῑς πιθάκνεσσι», Ιπποκρ.) 2. πιθάρι για εναπόθεση καρπών 3. φρ. «πιθάκνη ἰατρική» δοχείο φαρμάκων, φαρμακευτικό … Dictionary of Greek
πολίχνη — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ.), στην πρώην επαρχία Θεσσαλονίκης του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται B του κέντρου της πόλης της Θεσσαλονίκης, της οποίας αποτελεί προάστιο. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). 2.… … Dictionary of Greek
σπυρίχνιον — τὸ, Α μικρή σπυρίδα, καλαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπυρίς «καλάθι» + επίθημα ίχνιον (πρβλ. κυλ ίχνιον, πολ ίχνιον)] … Dictionary of Greek