-
1 κυβικός
κυβικόςcubic: masc nom sg -
2 κυβικός
A cubic, σχῆμα, εἶδος, Pl.Ti. 55c, 55d;σώματα Gal.9.523
;πλοῖον κυβικὴ σανίς Secund.Sent.17
. Adv.- κῶς cubically, Plu.2.404f: metaph.,ἑστῶσα παγίως καὶ κ. Dam.Pr. 266
.2 of numbers, raised to the cube. Arist.Pr. 910b36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβικός
-
3 κυβικός
cubicalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κυβικός
-
4 κυβικά
κυβικόςcubic: neut nom /voc /acc plκυβικά̱, κυβικόςcubic: fem nom /voc /acc dualκυβικά̱, κυβικόςcubic: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 κυβικόν
κυβικόςcubic: masc acc sgκυβικόςcubic: neut nom /voc /acc sg -
6 κυβικαί
κυβικόςcubic: fem nom /voc pl -
7 κυβικοί
κυβικόςcubic: masc nom /voc pl -
8 κυβικούς
κυβικόςcubic: masc acc pl -
9 κυβική
κυβικόςcubic: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
10 κυβικήν
κυβικόςcubic: fem acc sg (attic epic ionic) -
11 κυβικών
-
12 κυβικῶν
-
13 κυβικής
-
14 κυβικῆς
-
15 κυβικαίς
-
16 κυβικαῖς
-
17 κυβικοίς
-
18 κυβικοῖς
-
19 κυβικού
-
20 κυβικοῦ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κυβικός — cubic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβικός — Όρος των μαθηματικών, που χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις χαρακτηρισμού: κ. πολυώνυμο. Έτσι ονομάζεται κάθε πολυώνυμο τρίτου βαθμού. κ. εξίσωση. Έτσι ονομάζεται κάθε εξίσωση τρίτου βαθμού αx3 + βx2 + γx + δ = 0 με α ≠ 0. κ. καμπύλη. Έτσι… … Dictionary of Greek
κυβικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύβο: Έχει κυβικό σχήμα. 2. «κυβικό μέτρο», μονάδα μέτρησης όγκου ίση με κύβο που έχει πλευρά ενός μέτρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυβικά — κυβικός cubic neut nom/voc/acc pl κυβικά̱ , κυβικός cubic fem nom/voc/acc dual κυβικά̱ , κυβικός cubic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβικῶν — κυβικός cubic fem gen pl κυβικός cubic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβικόν — κυβικός cubic masc acc sg κυβικός cubic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβικαῖς — κυβικός cubic fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβικαί — κυβικός cubic fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβικοῖς — κυβικός cubic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβικοί — κυβικός cubic masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβικοῦ — κυβικός cubic masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)