-
1 животное ζυβότναιε/][/*] ουσ. ο. κτήνος, ζώο
[ζυβ'ιόμ] επίρ. ζωντανάРусско-греческий новый словарь > животное ζυβότναιε/][/*] ουσ. ο. κτήνος, ζώο
-
2 животное ζυβότναιε][/*] ουσ ο κτήνος, ζώο
[ζυβ'ιόμ] επίρ ζωντανάРусско-эллинский словарь > животное ζυβότναιε][/*] ουσ ο κτήνος, ζώο
-
3 brute
κτήνος -
4 cham
κτήνος -
5 животное
животное с το ζώο, το κτήνος домашние \животноеые τα κατοικίδια ζώα* * *сτο ζώο, το κτήνοςдома́шние живо́тные — τα κατοικίδια ζώα
-
6 животное
живо́тн||оес1. τό ζώο[ν], τό κτήνος:домашнее \животное τό κατοικίδιο ζῶο, τό οί-κιακό ζῶο· хищи́ое \животное τό ἄγριο (или τό σαρκοβόρο) ζῶο· млекопитающее \животное τό θηλαστικό ζῶο· вьючное \животное τό φορτηγό ζῶο, τό ὑποζύγιο ζῶο·2. перен, бран. τό κτήνος. -
7 скот
-а α.1. αθρσ. τα ζώα, τα κτήνη•крупный рогатый скот τα μεγάλα κερασφόρα ζώα•
мелкий рогатый скот τα μικρά κερασφόρα ζώα•
молочный скот τα γαλακτοφόρα ζώα•
рабочий скот τα φορτηγά ή αροτριόντα ζώα.
2. μτφ. ζώο, κτήνος, κτηνάνθρωπος, ανθρωπόμορφο κτήνος. -
8 животное
το ζώ/οτο κτήνος."'подопытные - ые τα πειραματόζωαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > животное
-
9 зверь
зверьм1. τό ἄγριο[ν] ζῶο[ν], τό θη-ρίο[ν], τό θεριό:хищи́ый \зверь τό ἀρπακτικό ζῶο· пушной \зверь ζῶο μέ γούνα·2. черен. τό κτήνος, τό θεριό, τό θηρίο[ν], τό ἀγρίμι:смотреть зверем ἀγριοκυττάζω. -
10 скотйиа
скот||йиаж1. собир. см. скот·2. бран. τό κτήνος, τό ζωντόβολο. -
11 beast
[bi:st]1) (a four-footed (especially large) animal: beasts of the jungle.) αγρίμι2) (a cruel, brutal person.) κτήνος3) (an unpleasant person: Arthur is a beast for refusing to come!) απαίσιος•- beastly- beastliness -
12 brute
[bru:t]1) (an animal other than man: My dog died yesterday, the poor brute; ( also adjective) brute force.) ζώο, κτήνοςκτηνώδης2) (a cruel person.) κτήνος, βάναυσος άνθρωπος•- brutal- brutality
- brutish -
13 savage
['sævi‹] 1. adjective1) (uncivilized: savage tribes.) άγριος,απολίτιστος2) (fierce and cruel: The elephant can be quite savage; bitter and savage remarks.) άγριος,σκληρός2. verb(to attack: He was savaged by wild animals.) (επιτίθεμαι και) κατασπαράσσω3. noun1) (a person in an uncivilized state: tribes of savages.) άγριος,πρωτόγονος2) (a person who behaves in a cruel, uncivilized way: I hope the police catch the savages who attacked the old lady.) κτήνος•- savagely- savageness
- savagery -
14 быдло
-а ουδ.αθρσ. διαλκ. τα ζώα της δουλιάς, τα αροτριόντα κτήνη. || υβρ. ζώο, κτήνος (στη δουλιά). -
15 животное
-ого ουδ.1. ζώο, κτήνος•безпо-звоночные -ые ασπόνδυλα ζώα•
домашние -ые κατοικίδια ζώα•
хишнов -ое αρπαχτικό ζώο•
млекопитающие -ые τα θηλαστικά ζώα•
двухногое животное δίποδο ζώο•
вьючное животное φορτηγό ζώο, υποζύγιο•
всеядное животное παμφάγο ζώο•
сумчатое -μαρσιποφόρο ζώο.
|| ζωική ύπαρξη.2. μτφ. άξεστος, απολίτιστος, αμαθής, βλάκας. -
16 зверь
-я, γεν. πλθ. -и α.1. θηρίο, θεριό, άγριο ζώο•хишный зверь αρπακτικό ζώο•
пушной зверь άγριο ζώο με δέρμα για γούνα•
дикив -и άγρια θηρία•
плотоядные -и σαρκοβόρα (σαρκοφάγα) ζώα•
красный зверь ξανθό ζωο (ελάφι).
2. μτφ. κτήνος, ζώο•это, а не человек αυτός είναι θηρίο κι όχι άνθρωπος.
εκφρ.смотреть -ем – αγριοκοιτάζω•будить в ком -я – ξυπνώ σε κάποιον τα άγρια ένστικτα. -
17 Beast
subs.Animal: P. and V. ζῷον, τό, θρέμμα, τό (Plat.).Beast of burden: P. ὑποζύγιον, τό.Of a person: Ar. and P. θηρίον, τό.Of wild beasts, adj.: P. and V. θήρειος.Haunted by beasts, adj.: V. ἔνθηρος.Turn into a beast, v. intrans.; V. ἐκθηριοῦσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Beast
-
18 canavar
θηρίο, θεριό, κτήνος, τέρας -
19 hunhar
αιμοβόρος, κτήνος, αιμοχαρής -
20 bête
1) ζώο2) κουτός3) ηλίθιος4) χαζός5) κτήνος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κτήνος, το — και χτήνος, το,1. ζώο. 2. ως βρισιά, ο άνθρωπος που δεν έχει κανένα ευγενικό κίνητρο, βάναυσος, αγροίκος: Φύγε να μη σε βλέπω, κτήνος! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κτῆνος — flocks and herds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήνος — και χτήνος, το (AM κτῆνος, Μ και κτῆνο[ν] και κτηνό[ν] και χθηνόν και χτῆνο και χτηνόν) ζώο κατοικίδιο, ζώο γαλακτοφόρο ή φορτηγό (α. «οὐδὲν ἦν λαμβάνειν εἰ μὴ ὗς ἢ βοῡς ἢ ἄλλο τι κτῆνος τὸ πῡρ διαπεφευγός», Ξεν. β. «ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ… … Dictionary of Greek
κτηνώδης — ες και κτηνώδικος, η, ο (AM κτηνώδης, ῶδες) 1. αυτός που μοιάζει με κτήνος στη μορφή ή στη συμπεριφορά («κτηνώδης φυσιογνωμία») 2. αυτός που αρμόζει σε κτήνος (α. «κτηνώδη ένστικτα» β. «κτηνώδης αἴσθησις», Φίλ.). επίρρ... κτηνωδώς (AM κτηνωδῶς)… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
κτηνοπρεπής — κτηνοπρεπής, ές (AM) αυτός που αρμόζει σε κτήνος, κτηνώδης αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κτηνοπρεπές η κτηνωδία. επίρρ... κτηνοπρεπῶς (AM) όπως αρμόζει σε κτήνος, κτηνωδώς αρχ. παραλόγως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αρχαιο πρεπής … Dictionary of Greek
κτήνει — κτή̱νει , κτῆνος flocks and herds neut nom/voc/acc dual (attic epic) κτή̱νεϊ , κτῆνος flocks and herds neut dat sg (epic ionic) κτή̱νει , κτῆνος flocks and herds neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ORYX — I. ORYX locus Arcadiae ad Ladonem fluv. Pansan. l. 8. II. ORYX unicorne animal, Aristoteli l. 2. c. 1. et Plinio l. 11. c. 46. quorum hic ponit in censu caprarum silvestrium, quas ut doceat in plurimas figuras transfigurari, postquam caprcas… … Hofmann J. Lexicon universale
αποκτηνώνω — κ. χτηνώνω (Α ἀποκτηνῶ, όω) [κτήνος] μεταμορφώνω κάποιον σε κτήνος («τον αποχτήνωσε το πιοτό») … Dictionary of Greek
κτήνειος — κτήνειος, εία, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κτήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + κατάλ. ειος (πρβλ. ανθρώπ ειος, κύκν ειος)] … Dictionary of Greek
κτηνάνθρωπος — και χτηνάνθρωπος, ο άνθρωπος που έχει ένστικτα, διαθέσεις και εκδηλώσεις κτήνους, απάνθρωπος και σκληρός ή ακόλαστος και ασελγής, ανθρωπόμορφο κτήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek