Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κτιστός

См. также в других словарях:

  • κτιστός — wrought masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιστός — ή, ό (AM κτιστός, ή, όν) [κτίζω] κτισμένος, οικοδομημένος νεοελλ. κατασκευασμένος με τοιχοποιία μσν. αρχ. 1. δημιουργημένος, πλασμένος από τον θεό 2. υλικός, υπαρκτός αρχ. σφυρηλατημένος, επεξεργασμένος, δουλεμένος. επίρρ... κτιστά (AM κτιστῶς)… …   Dictionary of Greek

  • κτιστά — κτιστός wrought neut nom/voc/acc pl κτιστά̱ , κτιστός wrought fem nom/voc/acc dual κτιστά̱ , κτιστός wrought fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιστόν — κτιστός wrought masc acc sg κτιστός wrought neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτισταῖς — κτιστός wrought fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτισταί — κτιστός wrought fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιστοῖς — κτιστός wrought masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιστοῖσιν — κτιστός wrought masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιστοί — κτιστός wrought masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιστοῦ — κτιστός wrought masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιστούς — κτιστός wrought masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»