-
1 имущественный
имущест||венныйприл κτητορικός:\имущественныйиные права τά κτητορικά δικαιώμα-*· \имущественный ценз ὁ ἐτήσιος φόρος, τό τέλος. -
2 имущественный
[ιμούστσιστβιννυϊ] επ. κτητορικός -
3 имущественный
[ιμούστσιστβιννυϊ] επ κτητορικός -
4 имущественный
επ.περιουσιακός, κτητορικός, κτηματικός•-ые права περιουσιακά δικαιώματα•
-ые отношения περιουσιακές σχέσεις.
См. также в других словарях:
κτητορικός — ή, ό (Μ κτητορικός, ή, όν) [κτήτωρ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτήτορα («τὸ δὲ νῡν βασιλικὸν ἀρίστευμα καινίσει μὲν καὶ τὸ πάλαι κτητορικὸν ὄνομα», Ευστ.) 2. αυτός που προέρχεται από τον κτήτορα (α. «κτητορική μονή» η μονή που έχει… … Dictionary of Greek
κτητορικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον κτήτορα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κτητορικόν — κτητορικός of an owner masc acc sg κτητορικός of an owner neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)