-
1 θελγω
(impf. ἔθελγον - эп. θέλγον и iterat. 3 л. sing. θέλγεσκε, fut. θέλξω - дор. θελξῶ, aor. ἔθελξα - поэт. θέλξα; pass.: fut. θελχθήσομαι, aor. ἐθέλχθην - эп. 3 л. pl. ἔθελχθεν)1) зачаровывать, околдовывать(πάντας ἀνθρώπους, ἀνδρῶν ὄμματα τῇ ῥάβδῳ Hom.; ἀοιδαὴ θέλξαν τινά Pind.; Ἔρως θέλγει τινά Soph., Eur.; ὑπὸ σειρῆνος θελγόμενος Plut.)
θαῦμα μ΄ ἔχει, ὡς οὔτι, πιὼν τάδε φάρμακ΄, ἐθέλχθης Hom. — я изумлена, что ты, выпив этого снадобья, не оказался заколдованным, т.е. избегнул чар2) перен. очаровывать, обольщать, завлекать(ἐπέεσσι, ἔρῳ, αἱμυλίοισι λόγοισι, ψεύδεσσι Hom.; μελιγλώσσοις ἐπαοιδαῖσι Aesch.)
θέλγουσα πειθώ Sext. — неотразимая убедительность3) отуманивать, ослеплять(Ἀχαιῶν νόον Hom.)
4) расслаблять(θυμὸν ἐν στήθεσσί τινι Hom.)
5) очаровывать, приводить в восторг, восхищать(πάντων νόημα Plat.)
6) внушать, убеждать(τὸ μέ κτεῖναι Aesch.)
7) вызывать волшебством, навевать чарами(ἀνηνεμίην Anth.; εὐφροσύναν Pind.)
См. также в других словарях:
κτείναι — κτείναῑ , κτείνω kill aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεῖναι — κτείνω kill aor imperat mid 2nd sg κτείνω kill aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεῖν' — κτεῖνε , κτείνω kill pres imperat act 2nd sg κτεῖναι , κτείνω kill aor imperat mid 2nd sg κτεῖναι , κτείνω kill aor inf act κτεῖνα , κτείνω kill aor ind act 1st sg (homeric ionic) κτεῖνε , κτείνω kill aor ind act 3rd sg (homeric ionic) κτεῖνε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαπαφίσκω — ἐξαπαφίσκω (Α) (επικ. τ. τού ἐξαπατῶ) εξαπατώ («αἴ κεν σ ἐξαπάφω, κτεῑναί μ οἰκτίστῳ ὀλέθρῳ» αν τυχόν σέ ξεγελάσω, να μέ σκοτώσεις με τον πιο άθλιο θάνατο, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + *αφ αφίσκω τ. με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό >απ αφίσκω με… … Dictionary of Greek
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek
όλεθρος — ο (ΑΜ ὄλεθρος) 1. παντελής καταστροφή, φθορά, αφανισμός 2. θάνατος («κτεῑναί μ οἰκτίστῳ ὀλέθρῳ», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. καθετί που επιφέρει μεγάλη καταστροφή 2. (περιφρονητικά ιδίως για πρόσ.) φθοροποιός, καταστροφέας, λυμεώνας («ὀλέθρου Μακεδόνος» για … Dictionary of Greek