Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κτερίσματα

  • 1 κτερισματα

        τά
        1) погребальные обряды, торжественные похороны
        2) погребальные дары

    Древнегреческо-русский словарь > κτερισματα

  • 2 κτερίσματα

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κτερίσματα

  • 3 ιστημι

         ἵστημι
        тж. med. (fut. στήσω - дор. στᾱσῶ, impf. ἵστην, aor. 1 ἔστησα - дор. ἔστᾱσα и στᾶσα, Anth. тж. ἕστᾰσα; conjct.: praes.- impf. ἱστῶ, aor. 2 στῶ; opt.: praes.- impf. ἱσταίην, aor. 2 σταίην; imper.: praes. ἵστη, aor. 2 στῆθι; praes.- impf. inf. ἱστάναι; part. praes.- impf. ἱστάς; med.: praes. ἵστᾰμαι, fut. στήσομαι, impf. ἱστάμην, aor. 1 ἐστησάμην, pf. ἕσταμαι; praes.- impf. conjct. ἱστῶμαι; praes.- impf. opt. ἱσταίμην; imper. praes. ἵστᾰσο; inf. praes.- impf. ἵστασθαι; part. praes.- impf. ἱστάμενος; pass.: fut. 1 σταθήσομαι, aor. 1 ἐστάθην; adj. verb. στατός; только для неперех. знач.: fut. 3 ἑστήξω и ἑστήξομαι, aor. 2 ἔστην - дор. ἔστᾱν, эп. στῆν, pf. ἕστηκα - дор. ἕστᾱκα, 1 л. pl. ἕστᾰμεν, ppf. ἑστήκειν и εἱστήκειν - 3 л. pl. ἑστήκεσαν и ἕστᾰσαν; conjct. ἑοτῶ, opt. ἑσταίην, imper. ἕστᾰθι - эол.-дор. στᾶθι, inf. ἑστάναι и ἑστηκέναι, part. ἑστώς, ῶσα, ώς ( или ός) и ἑστηκώς, υῖα, ός)
        1) ставить, расставлять
        

    (πελέκεας ἑξείης, δρυόχους ὥς, δώδεκα, med. κρητῆρας Hom.)

        2) ставить, укреплять, подпирать
        3) ставить, помещать размещать
        

    (πεζοὺς ἐξόπιθε Hom.; τὰς ἀγέλας πλησίον τινός Xen.; τὰ μὲν ἐκ δεξιῶν, τὰ δὲ ἐξ εὐωνύμων NT.)

        τελευταίους στῆσαι τοὺς ἐπὴ πᾶσι Xen.расположить резервы в тылу

        4) выставлять вперед, устремлять
        

    (λόγχας καθ΄ αὐτοῖν Soph.)

        5) ставить, воздвигать
        

    (τρόπαιον Soph., Isocr., Plat., med. Xen., Arph.; ἀνδριάντα Her.; μνημεῖον ἀνδρείας τινὸς χάριν Arph.)

        ἄξιος σταθῆναι χαλκοῦς Arst. — достойный, чтобы ему воздвигли медную статую;
        ἱστὸν στήσασθαι Hom.водрузить мачту

        6) возводить, строить
        7) ставить на весы, взвешивать
        

    (χρυσοῦ δέκα τάλαντα Hom.; τὰ χρήματα ἀριθμεῖν, μετρεῖν καὴ ἱ. Xen.; μεγάλα βάρη Arst.)

        ἐπὴ τὸ ἱστάναι ἐλθεῖν Plat.прибегнуть к взвешиванию

        8) становиться
        

    (ἄντα τινός, παρά τινα Hom.)

        ἀλλά μοι ἆσσον στῆθι Hom. — подойди же ко мне;
        στὰς εἰς τὸ μέσον Xen. — выйдя на середину (лагеря);
        στῆσαι ἐς δίκην Eur.(пред)стать перед судом

        9) стоять, опираться, покоиться
        10) стоять, вздыматься, выситься
        κρημνοὴ ἕστασαν ἀμφοτέρωθεν Hom.кругом возвышались кручи

        11) поднимать
        

    ἱ. μέγα κῦμα Hom. (о реке) вздымать высокие волны, сильно волноваться;

        ὀρθὸν οὖς ἵ. Soph. — настораживать уши;
        ὀρθὸν κρᾶτα στῆσαι Eur. — поднять голову;
        ἵστασθαι βάθρων Soph. — вставать со своих мест;
        κονίης ὀμίχλην ἱ. Hom. — взбивать тучу пыли;
        κονίη ἵστατο ἀειρομένη Hom. — пыль поднималась столбом;
        ἀλγήσας ἵσταται ὀρθὸς ὅ ἵππος Her. — от боли конь поднялся на дыбы;
        δοῦρα ἐν γαίῃ ἵσταντο Hom. — копья торчали из земли;
        ὀρθαὴ αἱ τρίχες ἵστανται ὑπὸ τοῦ φόβου Plat.волосы становятся дыбом от страха

        12) поднимать, возбуждать
        

    (φυλόπιδα Hom.; μῆνιν Soph.)

        ἵστατο νεῖκος Hom. — возник спор;
        πολέμους ἵστασθαι Her. — вести войны;
        στᾶσαι ὀρθὰν καρδίαν Pind.воспрянуть духом

        13) поднимать, испускать
        

    (βοήν Aesch., Eur.; κραυγήν Eur.)

        τίς θόρυβος ἵσταται βοῆς ; Soph.что это за крики раздаются?

        14) med. держаться, вести себя
        15) останавливать, задерживать
        

    (ἡμιόνους τε καὴ ἵππους Hom.; τέν φάλαγγα Xen.; τὸν ῥοῦν Plat.; αἱ ἐναντίαι κινήσεις ἱστᾶσι ἀλλήλας Arst.; ὅ τῆς γενέσεως ποταμὸς οὔ ποτε στήσεται Plut.)

        ἵ. τέν ψυχέν ἐπί τινι Plat.останавливать свое внимание на чем-л.;
        ἐπί τινος τὸν λόγον ἱ. Sext.остановиться на каком-л. вопросе (ср. 19);
        στῆσαι ἐπί τινος τέν διήγησιν Polyb.закончить на чем-л. свое повествование;
        ὃς τὰ ὄμματα ἔστησεν Plat.у него (т.е. умирающего Сократа) глаза остановились

        16) переставать, прекращать
        17) сдерживать, подавлять
        18) останавливаться
        

    ἄγε στέωμεν Hom. — давай остановимся;

        τοῦτο ἀνάγκη στῆναι Arst.здесь необходимо остановиться

        19) устанавливать, учреждать или вводить, устраивать
        

    (χορούς Her., Soph.; ἑορτάν Pind.; med.: ἀγῶνα HH.; ἤθεά τε καὴ νόμους Her.)

        ἀγορέ δέκα ἡμερέων οὐκ ἵσταται Her. — в течение десяти дней рынок бездействует;
        ἐπὴ τούτου προτέρου στήσομεν τὸν λόγον Sext.с этого мы начнем свою речь (ср. 15);
        ἐπὴ στόματος δύο μαρτύρων καὴ τριῶν σταθήσεται πᾶν ῥῆμα NT. — на основании показаний двух или трех свидетелей (да) будет решено любое дело

        20) совершать, справлять
        

    (κτερίσματα Soph.; τῇ Μητρὴ παννυχίδα Her.)

        21) превращать, делать
        22) назначать, провозглашать
        

    (τινὰ βασιλέα, ὅ ὑπὸ Δαρείου σταθεὴς ὕπαρχος Her.; τινὰ τύραννον Soph., med. Alcaeus ap. Arst.)

        23) назначать, определять
        

    (ἡμέραν NT.)

        τριάκοντα ἀργύρια ἱ. τινί NT.предложить кому-л. тридцать серебренников

        24) med. начинаться, наступать
        

    ἔαρος ἱσταμένοιο Hom., Hes. — с наступлением весны;

        ἦν ἱσταμένου τοῦ μηνὸς εἰνάτη Her.был девятый день нового месяца

        25) находиться в покое, быть неподвижным
        τίφθ΄ οὕτως ἕστητε τεθηπότες ; Hom. — отчего вы (словно) оцепенели?;
        κατὰ χώρην ἱ. Her.оставаться на (своем) месте

        26) оказывать сопротивление, противиться
        

    (πρὸς οὐ δικαίους Thuc.; αὐξομένῳ τῷ Δημητρίῳ Plut.)

        οἱ πολέμιοι οὐκέτι ἔστησαν, ἀλλὰ φυγῇ ἄλλος ἄλλῃ ἐτράπετο Xen. — противники не устояли, а побежали врассыпную

        27) быть устойчивым, твердым
        

    (οὐδὲν ἑστηκὸς ἔχειν Arst.; λόγος μεθοδικὸς καὴ ἑστώς Polyb.)

        ἑστηκυῖα ἡλικία Plat. — устоявшийся, т.е. зрелый возраст;
        ἄνεμος κατὰ βορέαν ἑστηκώς Thuc. — ветер, постоянно дувший с севера

        28) (= усил. εἶναι См. ειναι) находиться, пребывать, быть
        

    τὰ νῦν ἑστῶτα Soph. — нынешние обстоятельства;

        ἐν ὡραίῳ ἕσταμεν βίῳ Eur. — я достиг зрелого возраста;
        οἱ ἑστῶτες εἶπον NT. — находившиеся (там люди) сказали;
        ξυμφορά, ἵν΄ ἕσταμεν Soph. — беда, в которую мы попали;
        ἐπὴ ξυροῦ ἱ. ἀκμῆς погов. Hom. etc. — находиться на острие бритвы, т.е. в критическом положении

    Древнегреческо-русский словарь > ιστημι

  • 4 πλουσιος

        3
        1) богатый
        

    πτωχὸς ἀντὴ πλουσίου Soph. (он станет) нищим из богатого;

        Μίδου πλουσιώτερος Plat.богаче (самого) Мидаса

        2) перен. богатый, обильный, пышный
        

    (τράπεζα Soph.; κτερίσματα Eur.)

        π. τινος Eur., Plat., τινι Plut., Anth. и ἔν τινι NT.богатый (изобилующий) чем-л.

    Древнегреческо-русский словарь > πλουσιος

См. также в других словарях:

  • κτερίσματα — neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτερίσματ' — κτερίσματα , κτερίσματα neut nom/voc/acc pl κτερίσματι , κτερίσματα neut dat sg κτερίσματε , κτερίσματα neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτερισμάτων — κτερίσματα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτερίσμασιν — κτερίσματα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σ’ ένα λιτό κτίριο στο κέντρο της πόλης (Μανόλη Ανδρόνικου 6), που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η αρχική έκθεση των ευρημάτων, που ολοκληρώθηκε το 1971,… …   Dictionary of Greek

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • νεκροπόλεις - νεκροταφεία — Με τον όρο «νεκρόπολις» χαρακτηρίζεται κάθε περιοχή, όπου θάβονταν, όπως και σήμερα, στην αρχαία εποχή οι νεκροί μιας πόλης, ή ενός απλού οικισμού. Οι περιοχές αυτές ήταν πάντοτε έξω από τον περίβολο του οικισμού ή τα τείχη της πόλης και η έκτασή …   Dictionary of Greek

  • Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η …   Dictionary of Greek

  • ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»