-
1 καταιδεομαι
(aor. κατῃδέσθην)1) относиться или встречать с глубоким почтением(τινα Soph., Her., Anth.)
2) относиться с благоговейным страхом, благоговейно чтить(δαίμονα στυγνάν Eur.; πατρῷον Δία Arph.)
3) страшиться, бояться(κτανεῖν τινα Eur.)
4) испытывать стыд, совеститьсяκατῃδέσθη μέ γενέσθαι τοῦ ἀριθμοῦ … Plut. — ему было стыдно не быть в числе (тех, кто) …
-
2 προχειρος
21) приготовленный, готовый(ψάλια Aesch.)
τὰ πρόχειρα τῶν ἀπόρων Arst. — непосредственные затруднения;πρόχειρον ἄχθος δέρκομαι Soph. — я вижу - надвинулось несчастье;ὡς ἕκαστός τι πρόχειρον εἶχεν Thuc. — что у кого было под рукой, (тем и швыряли)2) исполненный решимости, приготовившийся(κτανεῖν Soph.; τῇ φυγῇ Eur.)
3) доступный, легкийπρόχειρόν (sc. ἐστι) Plat., ἐν προχείρῳ (sc. ἐστί) Arst. и ἐκ προχείρου Sext. — легко, нетрудно
4) общераспространенный, обыкновенный(αἱ πρόχειροι τῶν ἡδονῶν Plat.)
τὰ πρόχειρα καὴ δημόσια Plat. — обыкновенные и общеизвестные вещи (вопросы) -
3 σφαγιον
(ᾰ) τό1) жертвенное животное Trag., Thuc., Arph.σφάγιά τινας κτανεῖν πρό τινος Eur. — заколоть кого-л. в жертву за что-л.;τῶν σφαγίων οὐ γιγνομένων (sc. καλῶν) Her. — тем временем жертвоприношения не протекали при благоприятных предзнаменованиях2) убийство(σφάγια τέκνων Eur.)
См. также в других словарях:
κτανεῖν — κτείνω kill aor inf act (attic epic doric) κτείνω kill fut inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καίνω — (Α) φονεύω, σφάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μια άποψη, το ρ. καίνω σχηματίστηκε υποχωρητικά και κατ απόσπασιν από το απρμφ. αορ. κατα κανεῑν, το οποίο προέκυψε ανομοιωματικά από το απρμφ. αορ. κατα κτανεῑν του ρ. κατακτείνω. Δεδομένης όμως τής παλαιότητας… … Dictionary of Greek
σύννοια — η, ΝΜΑ [σύννους] 1. το να είναι κανείς σύννους, να έχει βυθιστεί σε σκέψεις, βύθιση σε σκέψεις, έγνοια που τήν προκαλεί η ανησυχία 2. βαθιά σκέψη, περίσκεψη νεοελλ. κατήφεια, σκυθρωπότητα αρχ. 1. τύψη συνειδήσεως («συννοίᾳ θ ἅμα οἷον δέδρακεν… … Dictionary of Greek