-
1 Κρῆτες
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Κρῆτες
-
2 εστε
I.II.I( вплоть) до
ἔστ΄ ἐπὴ τὸ δάπεδον Xen. — до самой земли;ἔ. πρὸς τὸ ἐφηβικόν Luc. — (вплоть) до отрочестваIIдор. ἕστε conj. до тех пор пока (не), покуда:1) для обознач. прошлого действия с aor. ind.ἔστ΄ ἐν αἰθέρι μέσῳ κατέστη λαμπρὸς ἡλίου κύκλος Soph. — пока лучезарный круг солнца находился в середине неба
2) для обознач. будущего действия с aor. conjct. (с ἄν, поэт. κε, или без него) после главных времен, с aor. opt., иногда conjct. после историческихἔστ΄ ἂν διαπολεμήσωμεν Her. — пока мы не кончим воевать;
περιμένετε ἔστ΄ ἂν ἐγὼ ἔλθω Xen. — подождите, пока я вернусь;ἔστ΄ ἂν ἐν ἄλλῳ ἔθνει γένωνται Xen. — пока они не достигнут (территории) другого народа3) (в косв. речи с inf.)ἔ. τρίτους αὐτέν νέμεσθαι Κρῆτας (= νέμοιντο Κρῆτες) Her. — пока его (остров Крит) не заселило третье (по счету) население критян;
( для — законч. действия с impf.) ἔ. Σωκράτει συνήστην Xen. до тех пор, пока они находились в обществе Сократа4) (с praes. conjct. + ἄν для будущего действия после главных времен и opt. после историч.)ἔστ΄ ἂν λεύσσω ἄστρων ῥιπάς Soph. — пока не увижу сияния звезд;
ἔστ΄ ἂν ὅ πόλεμος ὅδε συνεστήκῃ (pf. conjct. = praes.) Her. — пока будет продолжаться эта война;ἔστ΄ ἂν τῇ πολεμίᾳ εἶεν Xen. — пока они будут находиться во вражеской стране -
3 Ετεοκρητες
Ἐ., Ἀχαιοί, Κύδωνες, Δωριέες, Πελασγοί Hom.
-
4 ευειδες
-
5 Νεοκρητες
-
6 χαλκοχιτων
-
7 ka-ma
subst. n. nom. sg. PY Eb 495, Ер 613, Un 718; асе. sg. PY Ea 28, Eb 159, Ер 613, Eb 173, An 724; ka-ma-e,асе. dual. PY Eb 156: khama 'земельный участок'; καμάν τον άγρόν. Κρητες (Hsch.); χαμαί adv. 'на земле'.
См. также в других словарях:
Κρῆτες — Κρής masc nom/voc pl Κρής masc nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
CRETA — I. CRETA Herodoto, l. 2. ubi de more Aegyptiorum Sacerdotum, quem in probando bove sacrificiis apto solebant usurpare, γῆ σημαντρὶς dicta est, quod eâ literas signari antiquissimis temporibus in usu fuit. Servius, ad illud l. 6. Aen. v. 321.… … Hofmann J. Lexicon universale
Liste griechischer Phrasen/Kappa — Kappa Inhaltsverzeichnis 1 Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· … Deutsch Wikipedia
ακρωτήρι — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 450 κάτ.) της Σαντορίνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού. Στην περιοχή, από ανασκαφές που άρχισαν το 1967 και συνεχίζονται ακόμη, ανακαλύφθηκε… … Dictionary of Greek
Ιδομενέας — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν βασιλιάς της Κρήτης και γιος του Δευκαλίωνα, γιου του Μίνωα. Σύμφωνα με τον Όμηρο, οδήγησε μαζί με τον Μηριόνη (γιο του ετεροθαλή αδελφού του, Μώλου) με στόλο 80 πλοίων τους Κρήτες εναντίον της Τροίας. Μετά τη λήξη του… … Dictionary of Greek
Φολέγανδρος — Μακρόστενο νησί (32 τ. χλμ.), που ανήκει στον νομό Κυκλάδων και αποτελεί κοινότητα. Βρίσκεται ανάμεσα στη Σίφνο και στη Σίκινο, με μέγιστο μήκος 13 χλμ. και μέγιστο πλάτος 5 χλμ. Το νησί είναι άγονο, με κρυσταλλικά πετρώματα. Πρωτεύουσα του… … Dictionary of Greek
Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα … Deutsch Wikipedia
Ετεόκρητες — Αρχαίος λαός του ανατολικού τμήματος της Κρήτης, με πρωτεύουσα την Πραισό. Αναφέρονται στον Όμηρο με τους Αχαιούς, τους Κύδωνες και τους Πελασγούς. Στην ονομασία τους αποδίδεται η σημασία του αυτόχθονα, του γηγενή· αυτό αναφέρει και ο Στράβων,… … Dictionary of Greek
συγκρητίζω — Α συνασπίζομαι με ομοεθνείς, μολονότι έχω διαφορές μαζί τους, για την από κοινού αντιμετώπιση επικείμενου πολέμου («συγκρητίσαι λέγουσιν οἱ Κρῆτες, ὅταν ἑνωθεῑσιν αὐτοῑς γένοιτο πόλεμος ἐστασίαζον γὰρ ἀεί», Μέγα Ετυμολογικόν). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * … Dictionary of Greek
Μεσσαπία — (Messapia). Αρχαία περιοχή στη νοτιοανατολική χερσόνησο της Ιταλίας, που αντιστοιχούσε πιθανότατα με την Απουλία και την Καλαβρία. Κατά τον Ηρόδοτο οι κάτοικοί της Μ. ήταν Κρήτες ναυαγοί. Ο Μίνωας, αναζητώντας τον Δαίδαλο, έφθασε στη Σικελία,… … Dictionary of Greek