Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κρᾰτ-έω

  • 1 сдержать

    ρ.σ.μ.
    1. κρατώ, αντέχω, βαστώ•

    этот канат может сдержать пятьсот килограммов αυτή η χοντρή τριχία μπορεί να κρατήσει, πεντακόσια κιλά.

    || δεν αθετώ•

    сдержать слово κρατώ το λόγο.

    2. συγκρατώ, αναχαιτίζω•

    сдержать натиск противника συγκρατώ την πίεση του αντίπαλου•

    сдержать лошадей συγκρατώ τα άλογα•

    περιορίζω•

    сдержать шаг συγκρατώ το βάδισμα•

    сдержать смех συγκρατώ τα γέλια•

    сдержать слзы συγκρατώ τα δάκρυα.

    (συγ)κρατ ιέμαι•

    он хотел что-то сказать, но -лся αυτός θέλησε κάτι να πει, όμως κρατήθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > сдержать

  • 2 Fist

    subs.
    P. and V. πυγμή, ἡ.
    Strike with the fist: P. πὺξ παίειν (absol.) ( Dem 1252), Ar. πὺξ πατάσσειν.
    Fists met in loud conflict: V. πυγμαὶ δʼ ἦσαν ἐγκροτούμεναι (Eur., I.T. 1368).
    Who used his fist on your head? V. τίς ἐς σὸν κρᾶτʼ ἐπύκτευσεν; (Eur., Cycl. 229).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fist

  • 3 Shave

    v. trans.
    P. and V. ξυρεῖν.
    Cut the hair: P. κείρειν.
    Cut off one's own hair: P. and V. κείρεσθαι, Ar. and P. ποκείρεσθαι.
    Shaved: V. ξυρήκης, Ar. and V. κεκαρμένος.
    With head shaved: V. κρᾶτʼ ἀπεσκυθισμένη (Eur., Tro. 1026).
    ( You see) my head and hair shaved with the razor: (ὁρᾶς) κρᾶτα πλόκαμόν τʼ ἐσκυθισμένον ξυρῷ (Eur., El. 241).
    Wont you look ridiculous with only one-half of your face shaved? Ar. οὔκουν καταγέλαστος δῆτʼ ἔσει τὴν ἡμίκραιραν τὴν ἑτέραν ψιλὴν ἔχων; (Thesm. 226).
    Shave off: Ar. ποξυρεῖν.
    Graze, touch: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.),
    Always just shaving past in their ships: P. ἐν χρῷ ἀεὶ παραπλέοντες (Thuc. 2, 84).
    Have narrow shave: see narrow escape, under Narrow.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shave

См. также в других словарях:

  • κρᾶτ' — κρᾶτα , κράς head fem acc sg κρᾶτα , κράς head neut nom/voc/acc pl κρᾶτε , κράς head fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • πεθερός — ο, θηλ. πεθερά / πενθερός, θηλ. πενθερά και ιων. τ. πενθερή, ΝΜΑ ο πατέρας τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη και η μητέρα τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη (α. «ο πεθερός και η πεθερά μου μέ… …   Dictionary of Greek

  • aig-2 —     aig 2     English meaning: oak     Deutsche Übersetzung: “Eiche”     Material: Gk. αἰγίλωψ “ an oaken kind “ (see under), presumably also κράτ αιγος, κρατ αιγών “ an uncertain type of tree “ (possibly “hard oak”). The outcome from αἰγίλωψ… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • демократия — из франц. democratie или нем. Demokratie; см. Горяев, ЭС 4451; стар. димократия, с эпохи Петра I (см. Смирнов 101), под влиянием ср. греч. произношения – δημοκρατία. Вопреки Смирнову (там же), не через польск. demokracja. •• 1 У Горяева так: гр.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • AENEAS — I. AENEAS Anchisae et Veneris fil. princeps Troianus, post longos errores in Italiam pervenit ad Evandrum ac Tyrrhenos, apud quos regnavit Tarchon iunior ann. 20. Primus fuit Latinorum Rex, regnavitque post soceri Latuni mortem ann. 3. Turnum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NICETERIUM — Graece Νικητήριον, proprie corona dicta est, in signum victoriae olim conferri solita; quod tantae aestimationis fuit, utfactum quandoque sit praemium illorum, quibus ob praeclarissima merita remuneratio dabatur. Hinc Iason edixit, apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ίδιο(ν) — υποκορ. κατάλ. τής Ελληνικής, η οποία στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή ίδι* (Ι), χρησιμοποιείται, όμως, συχνά και με την πρωτογενή μορφή της, ιδίως σε τεχνικούς επιστημονικούς όρους (πρβλ. αρθρ ίδιο, κρατ ίδιο, μαχαιρ ίδιο, ξιφ… …   Dictionary of Greek

  • -ίνος — ῑνος (Α) κατάλ. ουσ. και επιθ. τής Αρχαίας Ελληνικής η οποία ανάγεται σε ΙΕ * ino (επαυξημένη μορφή τής * nο ). Η κατάλ. εμφανίζεται σπάνια σε επίθετα (πρβλ. ἀγχιστ ῑνος < ἄγχιστος), συχνότερα δε σε ουσ. και ειδικά: 1) σε ονομασίες ζώων (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»