Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κρύφος

  • 61 закрытый

    επ. από μτχ.
    1. κλεισμένος, κλειστός•

    дверь -ая на замок η πόρτα είναι κλειδωμένη•

    -ая машина κλειστό αυτοκίνητο•

    газета закрытыйая правительством εφημερίδα, κλεισυέμένη από την κυβέρνηση (που κλείστηκε από την κυβέρνηση)•

    закрытый воротник κλειστός γιακάς•

    -ые границы κλειστά σύνορα.

    2. όχι, για όλους, για περιορισμένο αριθμό•

    -ое партийное собрание κλειστή κομματική συνέλευση.

    3. κρυφός μη φανερός•

    -ая форма туберкулеза κλειστή μορφή φυματίωσης.

    εκφρ.
    - ое голосование – μυστική ψηφοφορία•
    - ое письмо – κλειστό γράμμα•
    - ые туфли – κλειστά παπούτσια•
    -ое учебное заведение οικοτροφείο, εκπαιδευτήριο εσωτερικών μαθητών•
    в -ом помещении – σε κλειστό χώρο.

    Большой русско-греческий словарь > закрытый

  • 62 закулисный

    επ.
    1. παρασκηνιακός.
    2. μυστικός, κρυφός•

    -ые переговоры παρασκηνιακές συνομιλίες•

    -ая жизнь ζωή σκότους (άνομη).

    Большой русско-греческий словарь > закулисный

  • 63 замаскированный

    επ. από μτχ.
    1. μασκαρεμένος, μεταμφιεσμένος.
    2. μτφ. κρυφός, μυστικός, καλυμμένος, καμουφλαρισμένος•

    -ые намерения κρυφές (ύπουλες) διαθέσεις•

    в -ом виде καμουφλαρισμένα, καλυμμένα.

    Большой русско-греческий словарь > замаскированный

  • 64 заповедный

    επ.
    1. απαγορευμένος•

    заповедный лес απαγορευμένο δάσος (για ξυλεία, ξύλευση).

    2. μυστικός, κρυφός, απόρρητος.
    3. προσφιλής, ακριβαγάπητος, πολυφίλητος.

    Большой русско-греческий словарь > заповедный

  • 65 затаённый

    επ. από μτχ.
    κρυφός, κρΰφιος, μυστικός•

    -ые мечты κρυφά όνειρα (ιδιαίτεροι πόθοι)•

    с -ым дыханием με συγκρατημένη την αναπνοή•

    затаённый говор σιγανή φωνή•

    -ая радость κρυφή χαρά.

    Большой русско-греческий словарь > затаённый

  • 66 келейный

    επ.
    του κελιού•

    -ая жизнь μοναστική ζωή•

    -ая тишина άκρα ησυχία, νέκρα.

    || κρυφός, μυστικός.

    Большой русско-греческий словарь > келейный

  • 67 контрабандный

    επ.
    λαθρεμπορικός•

    контрабандный товар λαθραίο εμπόρευμα.

    || μτφ. λαθραίος, κρυφός•

    -ое письмо λαθραίο γράμμα.

    Большой русско-греческий словарь > контрабандный

  • 68 латентный

    επ.
    λανθάνων, κρυφός•

    латентный период болезни λανθάνουσα περίοδος ασθένειας.

    Большой русско-греческий словарь > латентный

  • 69 невысказанный

    επ.
    ανέκφραστος ανεκδήλωτος, κρυφός, μυστικός.

    Большой русско-греческий словарь > невысказанный

  • 70 негласный

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно
    κρυφός, μυστικός•

    по -ым сведениям κατά μυστικές πληροφορίες•

    под негласный надзор милиции με μυστική παρακολούθηση της αστυνομίας.

    Большой русско-греческий словарь > негласный

  • 71 незаметный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно
    απαρατήρητος• ανεπαίσθητος•

    -ая тропинка απαρατήρητο μονοπάτι•

    -ые изменения ανεπαίσθητες αλλαγές.

    || κρυφός, λαθραίος•

    он ушл незаметный έγινε άφαντος, τό σκάσε κρυφά.

    || αφανής, άσημος•

    незаметный человек αφανής άνθρωπος.

    Большой русско-греческий словарь > незаметный

  • 72 непроницаемый

    επ., βρ: -аем, -а, -о
    1. αδιαπέραστος (από νερό, ήχο, φως κλπ.), στεγανός.
    2. μτφ. αδιανόητος, δύσληπτος• ανεΕι-χνίαστος.
    3. μτφ. κρυφός, κρυψίνους μυστικός•

    непроницаемый человек κρυψϊνους άνθρωπος.

    Большой русско-греческий словарь > непроницаемый

  • 73 подрывной

    επ.
    1. υπονομευτικός•

    -ые работы υπονομευτικές εργασίες.

    || εκρηκτικός•

    подрывной материал εκρηκτική ύλη•

    -ые мины εκρηκτικές νάρκες.

    2. μτφ. δόλιος, κρυφός•

    -ая дя-тельность υπονομευτική δράση.

    Большой русско-греческий словарь > подрывной

  • 74 подспудный

    επ.
    κρυφός, μυστικός•

    -ые мысли κρυφές σκέψεις.

    Большой русско-греческий словарь > подспудный

  • 75 потаённый

    επ. από μτχ.
    κρυφός, απόκρυφος μυστικός.

    Большой русско-греческий словарь > потаённый

  • 76 потайной

    επ.
    κρυφός, μυστικός•

    потайной карман κρυφή τσέπη•

    -ое окошко κρυφό παραθυράκι.

    Большой русско-греческий словарь > потайной

  • 77 пришибленность

    θ.
    άχθος, πόνος κρυφός, καημός• μαράζι σαράκι.

    Большой русско-греческий словарь > пришибленность

  • 78 себя

    себе, собою κ. собой, о себе (αυτοπαθής αντων. για τα τρία γένη)• εαυτός•

    каждый отвечает за себя ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του•

    каждый работает для себя ο καθένας εργάζεται για τον εαυτό του•

    никто не хочет обесчестить себя κανένας δε θέλει να ατιμάσει τον εαυτό του•

    он думает только о себе αυτός σκέφτεται μόνο για τον εαυτό του•

    я не доволен собою δεν είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου•

    судить других по себе κρίνω τους άλλους από τον εαυτό μου•

    ты вредишь себе κακό του εαυτού σου κάνεις•

    он вне себя от радости είναι εκτός εαυτού από τη χαρά.

    || (δικό) μου, σου, του κ.τ.τ. он порезал себе палец αυτός έκοψε το δάχτυλο του•

    брать (взять) кого с собой παίρνω κάποιον μαζί μου•

    за себя πίσω μου.

    || κάποτε η μετάφραση του στην ελληνική είναι περίσσια•

    она обратила на себя взоры публики αυτή τράβηξε την προσοχή ή επέσυρε τα βλέμματα του πλήθους•

    берите это на себя επιφορτιστείτε αυτή την υπόθεση•

    присвоить -е чужое имение ιδιοποιούμαι ξένο κτήμα•

    мне что-то не по себе κάπως δεν αισθάνομαι καλά.

    εκφρ.
    к себе – σπίτι μου•
    себя я пригласил его к себе – τον προσκάλεσα σπίτι μου•
    от себя – από μένα, από μέρος μου, εξ ονόματος μου•
    по себе – α) κατ εμέ• κατά τις δυνάμεις μου, κατά τις απαιτήσεις μου•
    найти работу по себе – βρίσκω δουλειά της αρεσκείας μου. β) πίσω μου•
    оставить по себе добрую память – αφήνω πίσω μου καλή ανάμνηση•
    α) άφωνα• μέσα μου• με σιγανή φωνή.
    β) брать, взять, принять на себя – παίρνω επάνω μου, υπ ευθύνη μου, υπεύθυνα•
    не в себе – εκτός εαυτού•
    не по себе – α) αδιαθετώ, β) βλ. неудобно•
    быть самим собой – όπως μου (του κλπ.) αρέσει, πρέπει στον ίδιο•
    собой – ή (απλ.) из себя κατά την εμφάνιση•
    себе на уме кто – είναι κρυφός, πονηρός•
    сам по себе – αυτός καθ εαυτόν•
    у себя – στο σπίτι μου, στο γραφείο μου κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > себя

  • 79 секретный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. μυστικός, κρυφός• απόρρητος•

    -ые переговоры μυστικές συνομιλίες•

    секретный договор μυστική συμφωνία•

    секретный документ μυστικό έγγραφο•

    секретный выход μυστική έξοδος•

    -ое поручение μυστική αποστολή.

    2. ουσ. -ая θ. απομονωτήριο φυλακής.

    Большой русско-греческий словарь > секретный

  • 80 скрытный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. κρυφός, κρυψίνους, κρυψίβουλος.
    2. μυστικός• εχέμυθος.

    Большой русско-греческий словарь > скрытный

См. также в других словарях:

  • κρυφός — κρυφός, ή, ό και κρυφτός, ή, ό επίρρ. ά 1. αφανής, κρυφός: Τα παιδιά τότε πήγαιναν στο κρυφό σκολειό. 2. μυστικός: Είχαν κρυφή αγάπη. 3. εχέμυθος, αυτός που δε λέει τα συναισθήματά του στους άλλους: Είναι κρυφός άνθρωπος. 4. το ουδ. κρυφό ως ουσ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρύφος — ή κρυφός, ὁ (Α) 1. σκοτεινότητα, αμαύρωση («τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρύφον [δ. γρφ. κρυφόν] τιθέμεν ἐσθλῶν καλοῑς ἔργοις», Πίνδ.) 2. κρυψώνας, κρησφύγετο («καὶ ἔθεντο τὸν Ἰσραήλ ἐν κρύφοις, ἐν παντὶ φυγαδευτηρίῳ αυτών», ΠΔ) 3. κρυφή δίοδος, κρυφή… …   Dictionary of Greek

  • κρυφός — a cloud masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυφός — και κουρφός, ή, ό (Μ κρυφός, ή, όν) 1. κρυμμένος, αφανής στους άλλους, μυστικός (α. «κρυφό σχολειό» β. «κρυφή είσοδος») 2. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, κρύφιος, μύχιος («κρυφή αγάπη») 3. το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

  • κρυφοῖς — κρυφός a cloud masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυφῶν — κρυφός a cloud masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυφῷ — κρυφός a cloud masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυφόν — κρυφός a cloud masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκρυφος — ἐπίκρυφος, ον (Α) 1. κρυφός 2. άδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρυφός (< κρύπτω)] …   Dictionary of Greek

  • καημός — και καϋμός, ο 1. το αποτέλεσμα τού καίω, κάψιμο 2. ισχυρό συναίσθημα λύπης, θλίψη, στενοχώρια 3. ζωηρή επιθυμία, πόθος ασυγκράτητος 4. πόνος από έρωτα 5. στον πληθ. οι καημοί τα βάσανα 6. φρ. α) «τό χω καημό» επιθυμώ β) «κρυφός καημός» κρυφός… …   Dictionary of Greek

  • λοχαίος — λοχαῑος, αία, ον (Α) 1. κρυφός, μυστικός 2. (για τα μεστά στάχια τού σίτου) αυτός που γέρνει προς τα κάτω 3. αυτός που έχει άφθονα άνθη, που θάλλει 4. φρ. «λοχαῑος ἔρως» κρυφός έρωτας 5. (κατά τον Φώτ.) «λοχαῑος σῑτος ὁ βαθύς ἢ ὁ δι ἐπομβρίαν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»