-
1 κρῖμα
κρῖμα, τό, so ist die Quantität bei Aesch.; Nonn. par. 9, 176 braucht ι kurz, u. so findet sich oft κρίμα geschrieben; die Entscheidung, das Urtheil; οὐκ εὔκριτον τὸ κρῖμα Aesch. Suppl. 392, wo ι lang ist; ἐγκαλοῠντες τοῖς κρίμασι ὡς παραβεβραβευμένοις Pol. 24, 1, 12; Sp., wie N. T., auch = Verurtheilung, παρέδωκαν αὐτον εἰς κρῖμα ϑανάτου Ev. Luc. 24, 20. – Bei den LXX auch = gesetzliche Bestimmung, Gesetz.
-
2 κρῖμα
κρῖμα, τό, die Entscheidung, das Urteil; auch = Verurteilung; auch = gesetzliche Bestimmung, Gesetz -
3 πρό-κριμα
πρό-κριμα, τό, das Vorausentschiedene, das Vorurtheil, Sp., wie N. T.
-
4 σύγ-κριμα
-
5 κατά-κριμα
κατά-κριμα, τό, die Verurtheilung, bes. Todesurtheil, Sp., wie D. Hal. 6, 61.
-
6 ἀπό-κριμα
ἀπό-κριμα, τό, Antwort; Richterspruch, VLL. Bei Ael. H. A. 9, 15 zw.
-
7 ἐπί-κριμα
-
8 ἔκ-κριμα
ἔκ-κριμα, τό, das Ausgeschiedene, Excrement, Theophr.
-
9 κριτής
κριτής, ὁ, der Beurtheiler, der Entscheidende, der Richter; von δικαστής, der streng nach dem Gesetze richtet, unterschieden. – Bes. der Kampfrichter in den frenischen Spielen, der den Dichtern, Choregen u. s. w. den Preis zuerkennt; Ar. Ran. 738 u. öfter; Plat. Legg. II, 659 b, wie κριτὴς χορῶν καὶ πάσης μουσικῆς XII, 949 a; vgl. Schol. ad Aesch. 3, 233. – Allgemeiner, οὐκ εὔκριτον τὸ κρῖμα· μή μ' αἱροῦ κριτήν Aesch. Suppl. 397; εἴκειν, ἃ τοῖς πολλοῖσιν ἤρεσκεν κριταῖς Soph. Ai. 1222; ἱκανὸς κριτὴς ἡδονῆς τε πέρι καὶ φρονήσεως Plat. Phil. 65 a, öfter, ἀπὸ τοῠ ἴσου Thuc. 3, 37, wie ἴσος κριτής Pol. 17, 6, 1. – Selten von andern Richtern, wie den Heliasten, Demads. frg. 3, Aesch. 3, 233, wo der Schol. bemerkt καταχρηστικῶς λέγει τὸν δικαστήν. κριτὴς γὰρ ὁ κρίνων τοὺς τραγῳδοὺς καὶ τοὐς ἄλλους ἐπὶ σκηνῆς; vgl. noch Isocr. 15, 27 u. Arist. probl. 29, 13. – Bei Aesch. Pers. 222, τῶν ἐνυπνίων, Ausleger der Träume. – S. κρίνω.
-
10 εὔ-κριτος
-
11 ἀπόκριμα
ἀπό-κριμα, Antwort; Richterspruch -
12 ἔκκριμα
ἔκ-κριμα, τό, das Ausgeschiedene, Excrement -
13 κατάκριμα
κατά-κριμα, τό, die Verurteilung, bes. Todesurteil -
14 πρόκριμα
πρό-κριμα, τό, das Vorausentschiedene, das Vorurteil -
15 σύγκριμα
σύγ-κριμα, τό, das Zusammensetzen, der zusammengesetzte Körper im Ggstz zum einfachen
См. также в других словарях:
κρῖμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίμα — decision neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίμα — το (AM κρῑμα) ηθικό παράπτωμα, αμαρτία, ανόμημα (α. «είναι ασυγχώρητα τα κρίματά της» β. «ἵνα μὴ εἰς κρῑμα ἐμπέση τοῡ διαβόλου», ΚΔ) νεοελλ. 1. αδικία, άδικο (α. «κι εις κείνα που μού μίλησες, κρίμα μεγάλον έχεις», Ερωτόκρ. β. «δεν είναι κρίμα κι … Dictionary of Greek
κρίμα — το, ατος 1. αμάρτημα, παράπτωμα: Πήγες στον πνευματικό να ξομολογηθείς τα κρίματά σου; 2. αδικία, ατυχία: Είναι κρίμα να σκοτωθεί τέτοιος επιστήμονας. 3. επιρρηματικά κρίμα ή κρίμας, δηλώνει λύπη, συμπάθεια: Κρίμα τα λεφτά που ξόδεψα για σένα! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κριμάτων — κρίμα decision neut gen pl κρῑμάτων , κρῖμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίμασι — κρίμα decision neut dat pl κρί̱μασι , κρῖμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίμασιν — κρίμα decision neut dat pl κρί̱μασιν , κρῖμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίματα — κρίμα decision neut nom/voc/acc pl κρί̱ματα , κρῖμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίματι — κρίμα decision neut dat sg κρί̱ματι , κρῖμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίματος — κρίμα decision neut gen sg κρί̱ματος , κρῖμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιάτα — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στα Β των Μολάων. * * * και νιότα και νεότα, τα (Μ νιάτα και νεάτα και νιότα) νεανική ηλικία, νεότητα, νιότη νεοελλ. 1. η νεολαία («δεν… … Dictionary of Greek