-
1 Best
adj.P. and V. ἄριστος, βέλτιστος, κράτιστος, V. φέρτατος, λῷστος (used in Plat., but rare P.), βέλτατος (rare), ἔξοχος. Vocative, also V. φέριστε (used once in Plat.).Fairest: P. and V. κάλλιστος.Be best, v.: V. πρεσβεύειν (Soph., Ant. 720).We will do our best to prevent it: P. οὐ περιοψόμεθα κατὰ τὸ δυνατόν (Thuc. 1, 53).The fort was built in the best part of the country for committing depredations: P. ἐπὶ τῆς χώρας τοῖς κρατίστοις εἰς τὸ κακουργεῖν ὠδοκομεῖτο τὸ τεῖχος (Thuc. 7, 19).Have the best of it: P. περιεῖναι, πλέον ἔχειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Best
-
2 Instinct
subs.Use P. and V. φύσις, ἡ.By the power of instinct, with a minimum of training he showed himself supreme in extemporising ways and means: P. φύσεως μὲν δυνάμει, μελέτης δε βραχύτητι κράτιστος δὴ οὗτος αὐτοσχεδιάζειν τὰ δέοντα ἐγένετο (Thuc. 1, 138).Instinct with, possessed with, adj.: P. and V. ἐπήβολος (gen.) (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Instinct
См. также в других словарях:
κράτιστος — strongest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτιστος — η ο (AM κράτιστος, ίστη, ον, Α επικ. τ. κάρτιστος, ίστη, ον) 1. ο ισχυρότατος, ο δυνατότατος («θεῶν κρατίστου παῑδες», Πίνδ.) 2. κορυφαίος, κάλλιστος, άριστος («τοῡ περὶ λογισμοὺς καὺ τὰ γεωμετρικὰ κρατίστους», Πλάτ.) αρχ. 1. (η κλητ. ως τίτλος… … Dictionary of Greek
κρατίστω — κράτιστος strongest masc/neut nom/voc/acc dual κράτιστος strongest masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατίστων — κράτιστος strongest fem gen pl κράτιστος strongest masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατίστως — κράτιστος strongest adverbial κράτιστος strongest masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτιστον — κράτιστος strongest masc acc sg κράτιστος strongest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατίσταις — κράτιστος strongest fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατίστη — κράτιστος strongest fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατίστην — κράτιστος strongest fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατίστης — κράτιστος strongest fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατίστοις — κράτιστος strongest masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)