Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κρύφα

  • 121 выскользнуть

    ρ.σ.
    1. γλιστρώ, πέφτω. || μτφ. ξεγλιστρώ, ξεφεύγω.
    2. φεύγω κρυφά, διαφευγω.

    Большой русско-греческий словарь > выскользнуть

  • 122 голова

    -ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.
    1. κεφάλι, -ή•

    голова болит το κεφάλι πονά•

    повернуть -у στρέφω το κεφάλι•

    лысая φαλακρό κεφάλι•

    отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.

    2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•

    светлая голова φωτεινό μυαλό•

    пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•

    замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•

    быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.

    3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•

    он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•

    городской (παλ,) δήμαρχος.

    4. κεφαλή φάλαγγας.
    5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•

    сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•

    голова сыра κεφάλι τυριού.

    εκφρ.
    без -ы – ανόητος, κουτός•
    с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•
    в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•
    обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•
    с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•
    через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•
    закружилось в -е – ζαλίστηκα•
    голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•
    вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•
    вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•
    сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•
    не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•
    выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•
    выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•
    заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•
    отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•
    вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•
    выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•
    не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•
    в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•
    - у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•
    есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•
    быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•
    на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.
    с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•
    с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•
    с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•
    сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•
    хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•
    ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•
    на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•
    поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•
    разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•
    у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•
    мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•
    адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•
    снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω).

    Большой русско-греческий словарь > голова

  • 123 закрасться

    -крадется, παρλθ. χρ. закрался, -лась, -лось
    ρ.σ. μπαίνω, εισδύω κρυφά•

    воры с вечера -лись в магазин οι κλέφτες αποβραδύς απαρατήρητοι μπήκαν στο μαγαζί.

    || μτφ. υπεισέρχομαι, γεννιέμαι, μου μπαίνει•

    закрасться сомнение μπαίνει η αμφιβολία•

    закрасться подозрение μπαίνει η υποψία.

    Большой русско-греческий словарь > закрасться

  • 124 залезть

    -езу, -езешь, παρλθ. χρ. залез, -ла, -ло, προστκ. залезь ρ.σ.
    1. σκαρφαλώνω, αναρριχιέμαι•

    залезть на мачту, на дерево σκαρφαλώνω στο κατάρτι, στο δέντρο.

    2. σέρνομαι, έρπω• χώνομαι, κρύβομαι. || φορώ• ποδένω•

    залезть в халат φορώ τη ρόμπα•

    залезть в отцовские сапоги φορώ τις μπότες του πατέρα.

    3. εισχωρώ, διεισδύω κρυφά, τρυπώνω, χώνομαι•

    воры -ли в чулан οι κλέφτες μπήκαν στο κελάρι.

    || κλέβω, λαθροχειρώ•

    залезть в карман κλέβω αποτη τσέπη.

    || μπαίνω, εισέρχομαι, ανεβαίνω•

    -в трамвай μπαίνω στο τραμ.

    Большой русско-греческий словарь > залезть

  • 125 затаённый

    επ. από μτχ.
    κρυφός, κρΰφιος, μυστικός•

    -ые мечты κρυφά όνειρα (ιδιαίτεροι πόθοι)•

    с -ым дыханием με συγκρατημένη την αναπνοή•

    затаённый говор σιγανή φωνή•

    -ая радость κρυφή χαρά.

    Большой русско-греческий словарь > затаённый

  • 126 камень

    -мня, πλθ. камни
    -ей
    κ. παλ. каменья, -ьев а.
    1. πέτρα, λιθάρι., λίθος•

    вымостить улицу -ем λιθοστρώνω οδό•

    побиение -ями λιθοβολισμός.

    || πετράδι•

    драгоценный камень πολύτιμος λίθος.

    2. ταφόπετρα•

    под сим -ем лежит тело такого-то κάτω απʹ αυτή την πέτρα είναι το σώμα του τάδε.

    3. μτφ. βάρος, μεγάλη θλίψη•

    камень на сердце у меня лежит πέτρα μου πλακώνει την καρδιά (βαρυαλγώ)•

    камень свалился с груди ή спал с сердца μού φύγε ένα βάρος από μέσα (απαλλάχτηκα από βαριά θλίψη).

    4. πλθ. -и (ιατρ.) πέτρα (στα νεφρά, ουροδόχο κύστη κλπ.).
    εκφρ.
    держать - за пазухой – κρύβω πέτρα στον κόρφο (είμαι έτοιμος να βλάψω κρυφά)
    забросать ή закидать -ими α) πετροβολώ, λιθοβολώ, β) κατακρίνω δριμύτατα, εξαπολύω μύδρους•
    - ня на -не не оставить – α) δεν αφήνω πέτρα πάνω στην πέτρα (καταστρέφω ολοσχερώς), β) καταρρίπτω όλα τα επιχειρήματα• κριτικάρω αλύπητα•
    -ем падать, упастьκ.τ.τ. πέφτω σαν πέτρα (βαριά)•
    точильный камень – ακονόπετρα, ακονόλιθος•
    философский камень – φιλοσοφική λίθος.

    Большой русско-греческий словарь > камень

  • 127 крадучись

    1. επίρ. μτχ. του ρ. красться.
    2. επίρ. κλέφτικα, κρυφά.

    Большой русско-греческий словарь > крадучись

  • 128 молчаливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о.
    1. σιγηλός, σιωπηλός, -ρός• ολιγόλογος αμίλητος•

    -ое соглашение σιωπηρή συναίνεση.

    2. μτφ. βουβός.
    εκφρ.
    - ые слёзы – δάκρυα χωρι% λυγμούς, κρυφά δάκρυα.

    Большой русско-греческий словарь > молчаливый

См. также в других словарях:

  • κρύφα — (AM) επίρρ. χωρίς να τό γνωρίζει κάποιος, κρυφά, μυστικά («οἱ δέ ὑπέσχοντο μὲν κρύφα τῶν Ἀθηναίων καὶ ἔμελλον», Θουκ.) αρχ. 1. μυστικά 2. σκοτεινά, συγκαλυμμένα, ασαφώς («οὐδὲ κρύφα καὶ δι αἰνιγμάτων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυφ τού κρύπτω… …   Dictionary of Greek

  • κρυφᾶ — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυφᾷ — indeclform (adverb) κρυφῇ secretly doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύφα — without the knowledge of indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυφά — (I) (Μ κρυφά) βλ. κρυφός. (II) κρυφᾷ (Α) επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. κρυφή …   Dictionary of Greek

  • κρυφός — και κουρφός, ή, ό (Μ κρυφός, ή, όν) 1. κρυμμένος, αφανής στους άλλους, μυστικός (α. «κρυφό σχολειό» β. «κρυφή είσοδος») 2. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, κρύφιος, μύχιος («κρυφή αγάπη») 3. το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

  • κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… …   Dictionary of Greek

  • αλά — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… …   Dictionary of Greek

  • εξυφάπτω — ἐξυφάπτω (AM) ανάβω κρυφά, βάζω φωτιά κρυφά …   Dictionary of Greek

  • επιβουλεύω — και επιβουλεύομαι (AM ἐπιβουλεύω) μηχανεύομαι, σχεδιάζω κάτι κρυφά για να βλάψω κάποιον («επιβουλεύεται τη ζωή μου») αρχ. 1. μηχανορραφώ εναντίον κάποιου 2. ετοιμάζω κάτι κρυφά 3. είμαι επιβλαβής 4. θέτω κάτι ως σκοπό μου, αποβλέπω σε κάτι.… …   Dictionary of Greek

  • καθυποκλέπτω — (Μ) (επιτατ. τού υποκλέπτω) 1. κλέβω κάτι κρυφά 2. κάνω κάτι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπό κλέπτω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»