-
41 ἀνεπίκριτος
ἀν-επί-κριτος, nicht urteilend, nicht zu beurteilen -
42 ἀνυπόκριτος
ἀν-υπό-κριτος, unverstellt; ohne Heuchelei -
43 ἀπόκριτος
ἀπό-κριτος, abgesondert, ausgewählt -
44 ἀσύγκριτος
ἀ-σύγ-κριτος, (1) unvergleichbar. (2) ungesellig -
45 αὐτοκατάκριτος
-
46 αὐτόκριτος
-
47 διάκριτος
διά-κριτος, unterschieden, ausgezeichnet -
48 δυςάγκριτος
δυς-άγ-κριτος, p. = δυςανάκριτος, schwer zu unterscheiden -
49 δυςαπόκριτος
δυς-από-κριτος, schwer zu beantworten; akt., schwer antwortend -
50 δυςδιάκριτος
δυς-διά-κριτος, schwer zu beurteilen, zu unterscheiden -
51 δυςέκκριτος
δυς-έκ-κριτος, schwer auszusondern; von Speisen: schwer zu verdauen u. auszuleeren -
52 δυςεπίκριτος
-
53 δύςκριτος
δύς-κριτος, schwer zu unterscheiden; schwer zu beurteilen; schwer zu entscheiden; adv., δυςκρίτως; ἔχω, ich bin unentschieden; von Krankheiten, mit schwerer, unglücklicher Krisis -
54 ἔγκριτος
-
55 ἔκκριτος
ἔκ-κριτος, ausgesondert, ausgewählt; auserlesen, vorzüglich; Τροία πόλεων ἔκκριτον μισουμένη, vor anderen Städten gehaßt -
56 ἐνυπόκριτος
ἐν-υπό-κριτος ὑποστιγμή, Komma am Ende des Vordersatzes -
57 εὐαπόκριτος
εὐ-από-κριτος, leicht zu beantworten; - τως ἔχειν πρός τι, leicht beantworten können -
58 εὐδιάκριτος
-
59 εὐέκκριτος
εὐ-έκ-κριτος, leicht auszuscheiden, aus dem Körper abzuführen -
60 εὔκριτος
εὔ-κριτος, leicht zu entscheiden; leicht zu sondern, deutlich
См. также в других словарях:
κριτός — κριτός, ή, όν (Α) [κρίνω] εκλεκτός, ξεχωριστός, έξοχος («ἀμφὶ πυρήν κριτὸς ἤγρετο λαὸς Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
κριτός — separated masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτόν — κριτός separated masc acc sg κριτός separated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτοί — κριτός separated masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτούς — κριτός separated masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτῆς — κριτός separated fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιόκριτος — ἰδιόκριτος, ον (Α) ιδιόρρυθμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + κριτος (< κριτός < κρίνω), πρβλ. αδιά κριτος, ά κριτος] … Dictionary of Greek
θεόκριτος — (Συρακούσες 305; π.Χ. – Κως 260;). Ποιητής. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κω και αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου γνωρίστηκε με τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής του. Εκτός από ένα αλληγορικό ποίημά του και 24… … Dictionary of Greek
κριτά — κριτά̱ , κριτής judge masc nom/voc/acc dual κριτής judge masc voc sg κριτής judge masc nom sg (epic) κριτός separated neut nom/voc/acc pl κριτά̱ , κριτός separated fem nom/voc/acc dual κριτά̱ , κριτός separated fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ληρόκριτος — Ληρόκριτος, ὁ (Α) λογοπαικτική παραποίηση τού ονόματος τού Δημοκρίτου από τον Επίκουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῆρος (Ι) + κριτος (< κρίνω), πρβλ. Δημό κριτος] … Dictionary of Greek
ευαπόκριτος — εὐαπόκριτος, ον (Α) αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να αποκριθεί κάποιος. επίρρ... εὐαποκρίτως φρ. «εὐαποκρίτως ἔχειν πρός τινας» έχω εύκολη την απάντηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + από κριτος (< απο κρίνομαι), πρβλ. δυσ απόκριτος, αν από κριτος] … Dictionary of Greek