-
41 зажать
зажать 1-жму, -жмешьρ.σ.μ.1. (συ)σφίγγω, πιέζω• (‘συν)θλίβω•зажать в руке σφίγγω στο χέρι•
зажать болт σφίγγω το μπουλόνι.
|| κρατώ, κρύβω (χρήματα).2. βουλώνω σφίγγοντας, φράσσω, κλείνω•зажать нос, уши βουλώνω τη μύτη, τ’ αυτιά.
|| ζουπώ, ζουλίζω, πιέζω•его совсем -ли в толпе τον παραζούλισαν ατο πλήθος.
3. μτφ. πνίγω•зажать критику πνίγω την κριτική•
зажать иницити-ативу πνίγω την πρωτοβουλία.
εκφρ.зажать рот – βουλώνω το στόμα.зажать 2-жну, -жнешьρ.σ.αρχίζω να θερίζω. -
42 здоровый
επ., βρ: -ров, -а, -о1. υγιής, γερός• ζωηρός•здоровый организм γερός οργανισμός•
-вид ζωηρή όψη•
в -ом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί (νους υγιής εν σώματι υγιεί).
|| μτφ. σωστός, λογικός, ορθός•-ая политика σωστή πολιτική•
-ая критика σωστή κριτική•
-ая идея σωστή ιδέα (σκέψη).
2. υγιεινός•здоровый ая пища υγιεινή τροφή•
здоровый воздух καθαρός αέρας.
3. ουσ. ρωμαλέος, εύρωστος, εύεκτος, γερός.4. (με σημ, κατηγ.) ακούραστος• επιτήδειος, ικανός.5. (απλ.) δυνατός, ισχυρός.εκφρ.будь -ов! – α) χαίρετε, αντίο, γεια σας! β) (μετά από φτάρνισμα) υγεία! γ) (στην πρόποση) στην υγειά σας! βίβα!•по добру по –ву – ε το καλό•убирайтесь по добру по здоровый ву – φύγετε απ εδώ με το καλό. -
43 злопыхатель
-я α.κακόβουλος, φθονερός, κακεντρεχής•критика -я κριτική κακόβουλου ανθρώπου.
-
44 злопыхательский
επ.κακόβουλος, φθονερός, κακεντρεχής•-ая критика κακόβουλη κριτική.
-
45 критиковать
-
46 критицизм
-а α.κριτικισμός ή κριτική θεωρία. -
47 критический
1. επ. κριτικός•критический пересмотр κριτική επανεξέταση•
-ие замечания κριτικές παρατηρήσεις•
критический ум κριτικό μυαλό.
2. κρίσιμος•критический возраст κρίσιμη ηλικία•
критический момент κρίσιμη στιγμή•
-ое положение κρίσιμη κατάσταση.
εκφρ.- ое состояние – (φυσ.) σημείο κρίσιμο ή μεταβολής (ουσίας)•- ая температура – κρίσιμη θερμοκρασία. -
48 критичность
-и θ.κρίση, κριτική σχέση. -
49 нелицеприятный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно; αμερόληπτος, απροσωπόληπτος, αδέκαστος•-ая критика αμερόληπτη κριτική.
-
50 ополчить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ополченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. παλ. εξοπλίζω για πόλεμο ιδρύω λαϊκή φρουρά.2. μτφ. (απλ.) προδιαθέτω κακώς, διεγείρω κατά.1. παλ. εξοπλίζομαι αντιμάχομαι, αντιπαλεύω.2. ξεσηκώνομαι, κινητοποιούμαι. || μτφ. επιτίθεμαι (με λόγια, κριτική κ.τ.τ.). -
51 отзыв
-а α.1. (отзыв κ. отзыв) ανάκληση•отзыв дипломатического представителя ανάκληση διπλωματικού αντιπροσώπου.
2. απάντηση, απόκριση σε κλήση. || παλ. βλ. отзвук(1 σημ.).3. μτφ. απήχηση• εντύπωση.4. κρίση γνώμη•по -ам товарищей он работник отличный κατά τη γνώμη των συντρόφων αυτός είναι υπέροχος εργάτης.
|| κριτική (πνευματικών, καλλιτεχνικών έργων).5. (στρατ.) το παρασύνθημα. -
52 подвергнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. подверг κ. παλ. подвергнул, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подвергнутый, βρ: -нут, -а, -о п. παλ. подверженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ. με δοτ. υποβάλλω, βάζω, εκθέτω σε•-наказанию υποβάλλω σε τιμωρία (τιμωρώ)•
критике υποβάλλω σε κριτική (κριτικάρω)•
-обсуждению βάζω υπο συζήτηση•
подвергнуть опасности βάζω (εκθέτω) σε κίνδυνο•
подвергнуть себя риску ριψοκινδυνεύω•
подвергнуть побоям ξυλοκοπώ.
υποβάλλομαι, εκτίθεμαι σε υφίσταμαι, υπόκειμαι•подвергнуть опасности εκτιθεμαι σε κίνδυνο•
насмешкам γίνομαι αντικείμενο γέλιου, γελοιοποιούμαι•
подвергнуть штрафу υπόκειμαι σε πρόστιμο, προστιμάρομαι•
подвергнуть оскорблению υφίσταμαι προσβολή, προσβάλλομαι.
-
53 примечание
-я ουδ.παρατήρηση, επεξήγηση• σημείωση•подстрочное примечание σημείωση κάτω από τη σειρά•
-я на полях книги παρατηρήσεις στο περιθώριο του βιβλίου.
|| κρίση, κριτική, σχόλιο (λογοτεχνικού ήάλλου έργου)•-я к риторике аристотеля σχόλιο για τη ρητορική του Αριστοτέλη.
-
54 проработка
-и θ.1. μελέτη, σπουδή με εμβρίθεια.2. κριτική, κριτικάρισμα. -
55 ревизионистский
επ.αναθεωρητικός-ревизионистскийие взгляды αναθεωρητικές απόψεις•-ая критика αναθεωρητική κριτική.
-
56 резкий
επ., βρ: -зок, -зка, -зко; резче.1. οξύς, δριμύς• διαπεραστικός, σφοδρός• δυνατός, ισχυρός•резкий холод όριμύ ψύχος, τσουχτερό κρύο•
резкий ветер σφοδρός άνεμος•
-ая боль δυνατός πόνος•
резкий свет δυνατό (χτυπητό) φως•
резкий залах δριμεία οσμή•
резкий голос διαπεραστική φωνή.
2. αδρός, ζωηρός• χαρακτηριστικός, ευδιάκριτος•-ие черты лица αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου.
3. αιφνίδιος• απότομος•-ое изменение погоды απότομη αλλαγή του καιρού•
-ое повышение температуры απότομη άνοδος της θερμοκρασίας•
-ое повышение цен απότομη άνοδος των τιμών•
-ие движения рук απότομες κινήσεις των χεριών (απότομες χειρονομίες).
4. μτφ. αυστηρός, τσουχτερός, δρ ι-μύς•-ая критика αυστηρή κριτική, μαστίγωμα, καυτηρίαση.
|| αυθάδης, θρασύς•резкий ответ απότομη, θρασεία απάντηση•
-ие слова βωμολοχίες, αισχρόλογα.
-
57 рептильный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно; μτφ. χαμερπής, ευτελής, ξεφτιλισμένος• πουλημένος•-ая газета ξεφτιλισμένη εφημερίδα•
-ая критика ευτελής κριτική.,репутация
-и θ.φήμη, όνομα• υπόληψη•не-запятная рептильный ακηλίδωτη φήμη.
-
58 рецензентский
επ.κριτικός, γνωμοδοτικός; του κριτικού•-ая деятельность κριτική δραστηριότητα.
-
59 рецензирование
-я ουδ.κρίση, κριτική; απόφανση, γνωμοδότηση εκτίμηση. -
60 рецензировать
-рую, -руешьρ.δ.μ. γράφω κριτική (έργου)• αποφαίνομαι• εκτιμώ.κριτικάρομαι, εκτιμιέμαι.
См. также в других словарях:
κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… … Dictionary of Greek
κριτική — η 1. κρίση. 2. σοβαρή και αιτιολογημένη μελέτη για την αξία έργου, θεωρίας κ.ά.: Έκανε κριτική για τη θεωρία του στρουκτουραλισμού. 3. κλάδος της λογοτεχνίας που ασχολείται με την κρίση έργων του λόγου. 4. κατάκριση, έλεγχος: Η αντιπολίτευση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κριτικῇ — κριτικός able to discern fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτική — κριτικός able to discern fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
κριτικός — ή, ό (AM κριτικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ικανότητα να κρίνει, να διακρίνει και να αξιολογεί (α. «με κριτικό πνεύμα πρέπει να διαβάζει κανείς τα βιβλία» β. «δύναμις σύμφυτος κριτική», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σχέση με την κρίση ή τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Φόιερμπαχ, Λούντβιχ — (Feuerbach, Λάντσχουτ, Βαυαρία 1804 – Ρέχενμπεργκ, Νυρεμβέργη 1872). Γερμανός φιλόσοφος, θεμελιωτής του λεγόμενου φυσιοκρατικού ουμανισμού. Μαθητής του Χέγκελ στο Βερολίνο, ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1828, αλλά ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του και ο… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… … Dictionary of Greek
φιλολογία — Ιστορική επιστήμη, αντικείμενο της οποίας είναι η κριτική και η γραμματική εξέταση και η ερμηνεία των γραπτών εκείνων μνημείων –του παρελθόντος κυρίως– που αποτελούν την έκφραση του πνευματικού πολιτισμού ενός λαού. Πρέπει λοιπόν να διακριθεί ο… … Dictionary of Greek