-
21 νῑκάω
νῑκάω, (1) intrans., siegen; den Vorzug haben, überlegen sein; νικήσας, der Sieger; ἐν Πυϑίοισι νικᾶν, vom Sieger in den Kampfspielen; Siegersein (gesiegt haben); νικᾶσϑαι, unterliegen; πᾶσι τοῖς κριταῖς, ἑνὶ κριτῇ, mit der Stimme aller Richter in einem Wettkampfe siegen; νικᾷ πάσαις ταῖς ψήφοις ὁ νόμος, das Gesetz geht mit allen Stimmen durch; κακὴ βουλὴ νίκησε, der böse Rat siegte, behielt die Oberhand; ἡ γνώμη ἐνίκησε, die Meinung behielt die Oberhand, fand Beifall, ging durch; ἐκ τῆς νικώσης ἔπραττον πάντα, nach der durchgegangenen Meinung, nach Stimmenmehrheit, ; γνώμῃ νικῶν, mit einer Meinung durchdringend; auch = einen Prozess gewinnen; ἐνίκησε τοῦ κλήρου, in dem Prozess wegen der Erbschaft. (2) trans., besiegen, überwinden, übertreffen; πόδεσσι δὲ πάντας ἐνίκα, mit den Füßen, im Laufe; auch von Leidenschaften; νόον νίκησε νεοίη, von Fehlern, Umständen, die einen wozu zwingen; μὴ φόβος σε νικάτω φρένας, überwältigen. Auch der acc. der Sache wird hinzugesetzt; νίκην νικᾶν, einen Sieg ersiegen; πάντα ἐνίκα, alle Kämpfe gewann er, in allen Kämpfen siegte er; γνώμην ἐν τῷ δήμῳ, eine Meinung, einen Vorschlag durchsetzen; Ὀλύμπια νενικηκότι, dem Sieger in den olympischen Spielen; τὴν μάχην, in der Schlacht siegen
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κριτῇ — κριτής judge masc dat sg (attic epic ionic) κριτός separated fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτῆι — κριτῇ , κριτής judge masc dat sg (attic epic ionic) κριτῇ , κριτός separated fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτικός — ή, ό (AM κριτικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ικανότητα να κρίνει, να διακρίνει και να αξιολογεί (α. «με κριτικό πνεύμα πρέπει να διαβάζει κανείς τα βιβλία» β. «δύναμις σύμφυτος κριτική», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σχέση με την κρίση ή τον… … Dictionary of Greek
крите́рий — я, м. книжн. Признак, на основании которого производится оценка, определение или классификация чего л.; мерило. Критерий ценности литературного произведения. □ Пожалуй, одним из главных критериев в оценке Марксом гравюры являлась техническая… … Малый академический словарь
Ραδάμανθυς — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Δία και της Ευρώπης και αδελφός του Μίνωα και του Σαρπηδόνα. Υιοθετήθηκε με τους αδελφούς του από τον σύζυγο της μητέρας τους, τον βασιλιά της Κρήτης Αστερίωνα, τον οποίο διαδέχτηκε ο Μίνως. Ο Ρ.… … Dictionary of Greek
άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… … Dictionary of Greek
αποστασιοποίηση — Όρος του σύγχρονου θεάτρου, που αναφέρεται στην προσπάθεια του θεατρικού συγγραφέα (αλλά και των βασικών παραγόντων της παράστασης, π.χ. του σκηνοθέτη και των ηθοποιών) να αποτρέψουν τη μηχανική ταύτιση του θεατή με τον διαδραματιζόμενο μύθο και … Dictionary of Greek
δεκάλογος — Σύντομος κώδικας νόμων, τον οποίο, σύμφωνα με τη βιβλική αφήγηση (Έξοδος,ιθ’ 1 κ.ε.), έδωσε ο Θεός στον Μωυσή στο όρος Σινά. Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται σε δύο σημεία, τα οποία παρουσιάζουν μικρές παραλλαγές (Έξοδος,κ’ 1 17, Δευτερονόμιον,ε’ 6 … Dictionary of Greek
δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… … Dictionary of Greek
εξάβιβλος — Το σημαντικότερο νομικό έργο του βυζαντινού νομοφύλακα και κριτή (αξίωμα αντίστοιχο με το σημερινό του προέδρου Εφετών) της Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου. Συντάχθηκε το 1344 45, όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Ιωάννης Ε’… … Dictionary of Greek
επιδιακρίνω — ἐπιδιακρίνω (Α) 1. (για διαιτητή, κριτή) κρίνω, αποφασίζω 2. επικυρώνω απόφαση 3. εκτιμώ μετά από προσεκτική μελέτη … Dictionary of Greek