-
41 сердце
-а, πλθ. сердца, -дец, -дцамουδ.1. η καρδιά•сердце бьтся η καρδιά χτυπά•
порок –а ελλάττωμα της καρδιάς•
болезни -а καρδιακές παθήσεις•
биение -а ο παλμός (χτύπος) της καρδιάς, καρδιοχτύπι.
2. έδρα συναισθημάτων κ. παθών•сердце радуется η καρδιά χαίρεται (αγαλιάζει)•
я всё сказал, что было на -е όλα τα είπα, ό,τι είχα στην καρδιά (μέσα μου).
3. θυμός, οργή, εξόργιση.4. κέντρο•афины сердце - Греции η Αθήνα είναι η καρδιά της Ελλάδας.
εκφρ.в -ах – στο θυμό, στην οργή, όντας θυμωμένος, οργισμένος•от всего -а – μ όλη μου την καρδιά (ολόψυχα)•по -у ή по -у – κατά το γούστο, όπως αρέσει•с открытым -ем – ανοιχτόκαρδα, ειλικρινέστατα•с чистым -ем – με καθαρή την καρδιά (ειλικρινέστατα)•всем -ем – ολόκαρδα•сердце моё! – (επιφώνημα)• καρδούλα μου!•сердце болит (щемит, ноет, сжалось) – η καρδιά πονά, πιέζει, σφίγγει (από φόβο, θλίψη)•сердце падает (оборвалось или дрогнуло) у меня – μου κόπηκε η καρδιά μου ή το αίμα μου (τρόμαξα, ξαφνιάστηκα)•держать или иметь сердце на кого – κρατώ, έχω γινάτι για κάποιον•разбить сердце чь – συντρίβω την καρδιά κάποιου (καταθλίβω)•сорвать сердце на ком – ξεσπώ σε θυμό κατά κάποιου•брать (взять,хватать) за сердце – συναρπάζω, καταγοητεύω, εντυπωσιάζω πολύ, αιχμαλωτίζω, συγκινώ•принять (близко) к -у – συμπαθώ, πονώ, ενδιαφέρομαι, (τον, την κλπ.) έχω στην καρόιά μου•отлегло от -а – ξαλάφρωσε η καρδιά (από φόβο, ανησυχία, ταραχή). -
42 скрыть
скрою, скроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скрытый, βρ: скрыт, -а, -оρ.σ.μ.1. κρύβω• καλύπτω, σκεπάζω•тучи -ли солнце τα σύννεφα έκρυψαν τον ήλιο•
скрыть своё волнение κρύβω την ταραχή μου•
скрыть свою радость κρύβω τη χαρά μου.
2. κρατώ μυστικό (από κάποιον).3. εμπεριέχω• ενυπάρχω.κρύβομαι, σκεπάζομαι, καλύπτομαι•скрыть в кустах κρύβομαι στους θάμνους•
преступник смог скрыть ο εγκληματίας μπόρεσε και κρύφτηκε.
|| εξαφανίζομαι, δραπετεύω•Наполеон -лся с острова Эльбы о Ναπολέων δραπέτευσε από το νησί Ελβα.
|| μτφ. παραμένω απαρατήρητος, καλυμμένος. -
43 страх
-а (-у) α.ο φόβος, το δέος•наказания ο φόβος της τιμωρίας•
страх смерти ο φόβος του θανάτου•
дрожить от -а τρέμω από φόβο•
наводить страх εμβάλλω φόβο, εμφοβώ•
вне-залный страх ξαφνικός φόβος.
|| ως κατηγ. είναι φοβερό. || ως επίρ. σφόδρα, πάρα πολύ• δυνατά.εκφρ.в -е держать – κρατώ με το φόβο•в -е воспитать – διαπαιδαγωγώ με το φόβο•на свой страх (и риск); за свой страх (и риск) – υπ ευθύνη μου•под -ом – κάτω από το φόβο. -
44 таить
таю, таишьρ.δ.μ.1. κρύβω, αποκρύπτω• κρατώ μυστικό•от матери -ли смерть брата κρατούσαν μυστικό από τη μάνα το θάνατο του αδερφού•
таить злобу κρύβω την κακία•
-мысль κρύβω τη σκέψη•
жизнь -ит много неожиданностей η ζωή κρύβει πολλά απρόοπτα.
1. κρύβομαι, κρύβω τους σκοπούς μου.2. (απο)κρύπτομαι• -
45 чёрный
επ., βρ: чрен, черна, черно.1. μαύρος, μέλας, μελανός•-ая краска μαύρο χρώμα•
чёрный дым μαύρος καπνός•
чёрный как смола μαύρος σαν την πίσσα.
2. σκούρος, αμαυρός, υπο-μέλας, μελανωπός. || σκοτεινός (αφώτιστος). || μελανόδερμος•-ая раса μαύρη φυλή.
ουσ. ο μαύρος, ο μελανόδερμος.3. ουσ. -ые πλθ. (στο σκάκι κ. άλ.) τα μαύρα (οι μαύροι πεσσοί)•ход -ых παίζουν (ξεκινούν) τα μαύρα.
4. λερωμένος, γανωμένος, μουτζουρωμένος•-ое бель ρούχα μαύρα από τη λέρα•
-ые руки καταλερωμένα (μαύρα) χέρια.
|| μη επίσημος, οπίσθιος, πισινός•-ая лестница η πισινή σκάλα•
чёрный вход η πισινή είσοδος (για το υπηρετικό προσωπικό)•
чёрный двор η πισινή αυλή•
чёрный ход δίοδος προς την κουζίνα.
5. ανειδίκευτος•-ая работа ανειδίκευτη δουλειά, χοντροδουλειά, χαμαλοδουλειά.
|| ρυπαρός, βρώμικος.6. μισοκατεργασμένος, χοντροφτιαγμένος, χοντροειδής•-ая гайка χοντροειδές περικόχλιο.
7. βλ. тягловый (1 σημ.).8. ποπολάρος, των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, μη σοϊλής.9. βλ. чародейный.ουσ. πνεύμα ακάθαρτο, ο αντί, χρηστός, ο τρισκατάρατος.10. αρνητικός, άσχημος•выставить поступок в -ом виде κακοχαρακτηρίζω την πράξη.
11. μτφ. άχαρος, σκοτεινός, μαύρος κι άχαρος•-ые мысли (думы) μαυροσκότε ίνες σκέψεις•
-ая тоска μαύρη (βαριά θλίψη).
|| (για χρόνο) δύσκολος•чёрный год δύσκολη χρονιά, δίσεκτος χρόνος: отложить на чёрный день κρατώ, φυλάγω για ώρα ανάγκης.
12. μτφ. κακός σκοτεινός• δόλιος, πανούργος•-ые силы οι σκοτεινές δυνάμεις•
-ая зависть ο σκοτεινός φθόνος.
εκφρ.-ая биржа; чёрный рынок – η μαύρη αγορά•чёрный глаз – κακό μάτι (βάσκανο)•- ое дерево – ο έβενος, το αμπαζόνι•- ая дорога – ασφαλτόστρωτος δρόμος•- ое ду-ховнство – ο αυστηρότατος κλήρος (αποχής από τα εγκόσμια): -ая икра μαύρο χαβιάρι•чёрный кофе – ο καφές (χωρίς γάλα ή βούτυρο)•- ая кровь – το φλεβικό αίμα•чёрный лес – βλ. чернолесье•- ая меланхолия – φοβερή μελαγχολία (ζόφος ψυχής)•- ая металлургия – μεταλλουργία κοινών ή ευτελών) μετάλλων•- ые металлы – τα κοινά ή ευτελή μέταλλα•чёрный поп – ιερομόναχος, καλογερά-παπαζ•чёрный порох – μαύρη μπαρούτη•- ое пятно – μαύρη κηλίδα (καταισχύνη)•- ое слово – (δ ια λκ.) άσχημη λέξη, βρισιά•- ая смерть – η πανώλη, η πανούκλα•- ые сотни – οι μαύρες εκατονταρχίες•- ые списки – οι μαύροι κατάλογοι (εξόντωσης), προδιαγραφές•- ая тропа – βλ. чернотроп; чёрный хлеб το βρίζινο ψωμί•называть белое -ым – λέγω το άσπρο μαύρο (αντίθετα)•- ым по белому (написано) – κατακάθαρα, πεντακάθαρα, ξεκάθαρα. -
46 товар
το εμπόρευμα, το προϊόντο είδος, το αγαθόдержать - на складе κρατώ/έχω το - στην αποθήκηотправлять - αποστέλλω/στέλνω το -стоимость - а на условиях СИФ τιμή του - τος με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαстоимость - а на условиях ФОБ τιμή του - τος με όρους F.O.B. (ελεύθερον επί του πλοίου)аукционный - προς πλειστηριασμό/δημοπρασίαзаграничные - ы εξωτερικά/ξένα - ταимпортные - ы - τα από το εξωτερικό, ξένα - ταпотребительские - ы τα καταναλωτικά είδη/προϊόντα-сельскохозяйственные - ы τα γεωργικά/αγροτικά προϊόνταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > товар
-
47 башмак
башмакл1. τό ὑπόδημα, τό παπούτσί2. тех. ὁ ἐποχλεύς:тормозной \башмак τό φρένο, ἡ τροχοπέδη; ◊ держать под \башмако́м σέρνω κάποιον ἀπό τή μύτη, ἔχω κάποιον ὑποχείριο, κρατώ σούζα. -
48 вести
вести́несов1. (сопровождать) ὀδηγῶ, συνοδεύω, πηγαίνω κάποιον:\вести за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·2. (идти во главе) ὀδηγω, ἡγούμαι, εἶμαι ἐπί κεφαλής:\вести войска в бой ὀδηγῶ τά στρατεύματα στή μάχη·3. (управлять \вести машиной и т. п.) ὀδηγῶ, διευθύνω:\вести автомобиль ὀδηγῶ αὐτοκίνητο·4. (руководить) διευθύνω, καθοδηγώ:\вести дела διαχειρίζομαι τίς ὑποθέσεις· \вести заседание διευθύνω τή συνεδρίαση· \вести домашнее хозяйство διαχειρίζομαι (или διευθύνω) τό νοικοκυριό·5. (осуществлять) διεξάγω, κάνω:\вести войну́ διεξάγω πόλεμο· \вести борьбу́ κάνω ἀγώνα, παλεύω, ἀγωνίζομαι, μάχομαι· \вести переговоры διεξάγω διαπραγματεύσεις· \вести правильный образ жизни διάγω ὁμαλό τρόπο ζωής· \вести протокол κρατώ τά πρακτικά· \вести переписку а) ἀλληλογραφώ, ἔχω ἀλληλογραφία, б) διεξάγω τήν ἀλληλογραφία (в учреждении)·6. (куда-л., к чему-л.) ὀδηγῶ, φέρ[ν]ω:дорога ведет к реке ὁ δρόμος βγάζει στό ποτάμι· лестница ведет на верхний этаж ἡ σκάλα ὁδηγεί στό ἐπάνω πάτωμα·7. (иметь следствием) ὀδηγῶ προς, ἐπιφέρω, φέρ[ν]ω, ἔχω συνέπεια:это ни к чему́ не ведет αὐτό δέν ὁδηγεί σέ τίποτε· ◊ \вести начало от чего-л. χρονολογούμαι, ἀρχίζω· \вести себя хорошо συμπεριφέρομαι (или φέρνομαι) καλά· \вести наступление ἐνεργώ (или κάνω) ἐπίθεση. -
49 злобствовать
злобствоватьнесов βράζω ἀπό κακία, κρατῶ (или βαστώ) κακία. -
50 отдаление
отдален||иес1. (действие) ἡ ἀπομάκρυνση [-ις], ἡ μετάθεση [-ις]·2. (даль, далекое расстояние):в \отдалениеии от чего́-л. μακρυά ἀπό κάτι· держа́ть в \отдалениеии κρατώ σέ ἀπόσταση. -
51 пазуха
пазух||аж1. ὁ κόρφος, ὁ κόλπος:положить за \пазухау βάζω στον κόρφο· вынуть из-за \пазухаи βγάζω ἀπό τόν κόρφο μου·2. анат. ἡ κοιλότης, τό ἄντρον:ло́бная\пазуха τό μετωπιαίον ἄντρον ◊ держать камень за \пазухаой κρατώ κακία. -
52 прятать
прятатьнесов κρύβω, κρύπτω, ἀποκρύπτω:\прятать от кого-л. κρατώ κρυφό ἀπό κάποιον. -
53 цепь
цеп||ьж1. ἡ ἀλυσίδα, ἡ ἄλοσις, ἡ ἄλυσος:я́корная \цепь ἡ ἀλυσίδα τής ἄγκυ-ρας· \цепьи рабства οἱ ἀλυσίδες τής σκλαβιάς, τά δεσμά τής δουλείας· \цепь исследований ἄλυσις ἐρευνών держать на \цепьй прям., перен κρατώ ἀλυσοδεμένο· спустить с \цепьй прям., перен λύνω, ἀμολάω, ξαπολάω· сорваться с \цепьй а) λύνομαι ἀπό τήν ἀλυσίδα, б) перен ξαπολιέμαι, ἀποχαλινώνομαι·2. перен (ряд, вереница) ἡ σειρά, ἡ ἀλυσίδα:\цепь событий ἡ σειρά (или ἡ ἀλυσίδα) τών γεγονότων горная \цепь ἡ ὁροσειρά, ἡ βουνοσειρά, ἡ ἄλυσις ὁρέων3. воен.:стрелковая \цепь ἡ ἀλυσίδα μαχητών \цепь сторожевых постов ἡ σειρά τῶν φυλακίων 4.:\цепьи мн. (оковы) οἱ ἀλυσίδες / черен. τά δεσμά:заковывать в \цепьи ἀλυσοδένω· \цепьи рабства τά δεσμά τής δουλείας· разорвать \цепьи а) σπάω τίς ἀλυσίδες, б) перен σπάω τά δεσμά. -
54 απόσταση
-
55 δόντι
τό1) зуб;πρώτα δόντια — молочные зубы;
υστερινά δόντια — зубы мудрости;
εμπροσθινά (πίσω) δόντια — передние (коренные) зубы;
ψεύτικα δόντια — вставные зубы;
τό τρίξιμο των δόντιών — скрежет зубов;
βγάζει (αλλάζει) δόντια το παιδί — у ребёнка прорезаются (меняются) зубы;
βγάζω δόντι — вырывать зуб;
2) тех зуб, зубец;3) зазубрина;§ μιλώ όξω από τα δόντια — высказывать всё напрямик;
σκάζουν τα δόντια του — зубы чешутся;
μέσα απ' τα δόντια — сквозь зубы;
δεν είναι γιά τα δόντια μου (σου κ,λ.π.) — это мне (тебе и т. д.) не по зубам;
τρίζω τα δόντια μου — а) скрежетать зубами; — б) оскаливаться;
τρίζω ( — или δείχνω) τα δόντια — показывать зубы, огрызаться;
έχω γερά δόντια — или κόβει το δόντι μου — иметь крепкие зубы; — уметь за себя постоять;
κρατώ κάποιον με τα δόντια — держаться (зубами) за кого-л.;
η ψυχή μου πηγε στα δόντια μου — душа в пятки ушла;
με την ψυχή στα δόντια — еле жив;
μοβ πονεί το δόντι γι' αυτή — я неравнодушен к ней; — я влюблён в неё;
οπλισμένος ως τα δόντια ( — или μέχρι οδόντων) — вооружённый до зубов;
δεν έχει να ξύσει το δόντι του — у него ветер свистит в карманах
-
56 νούς
ο1) ум, разум; рассудок; интеллект;εφευρετικός νούς — изобретательный ум;
οξύς νούς — острый ум;
κοινός νούς — здравый смысл;
μέγας ( — или μεγάλος) νούς — великий ум; — человек большого ума;
2) склад ума, образ мыслей;επιστημονικός νούς — научный склад ума;
3) мысль;πού, τρέχει ο νούς σου; — о чём ты думаешь?;
ο νούς του πάντα πάει στο κακό — в голове у него всегда дурные мысли;
4) замысел, идея;ο νούς τού συγγραφέα — замысел писателя;
5) смысл;§ κοντά στο νού κι' η γνώση нетрудно догадаться; это само собой разумеется; έχει νού он человек с умом; έχω κατά νουν намереваться, думать, собираться; δεν το έχω στο νού να το κάνω я и не думаю этого делать; βάζω με το νού μου предполагать, представлять себе; подозревать; λέω με το νού μου думать про себя; δεν είσαι με το νού σου! ты не в своём уме!; 2χω τον νού μου σε... а) думать о...; б) внимательно следить за...; χάνω το νού μου терять рассудок, терять голову; быть ошеломлённым, приходить в смятение; λογαριάζω με το νού считать в уме; κρατώ στο νού держать в уме; μου έρχεται στο νού приходить на ум, в голову; вспоминаться; δεν μού βγαίνει απ' το νού у меня не выходит из головы, из ума не идёт...;δεν το χωρεί ο νούς μου — у меня это не укладывается в голове, это уму непостижимо;
πήρε ο νούς του αέρα — он задрал нос, он очень возомнил о себе;
αυτό βγάλ' το από τό -
57 keep off
1) (to stay away: There are notices round the bomb warning people to keep off; The rain kept off and we had sunshine for the wedding.) δεν πλησιάζω, παραμένω μακριά (από κάπου)2) (to prevent from getting to or on to (something): This umbrella isn't pretty, but it keeps off the rain.) κρατώ σε απόσταση -
58 высчитать
ρ.σ.μ.1. λογαριάζω, υπολογίζω, κάνω, βγάζω το λογαριασμό.2. κρατώ, αφαιρώ από το ποσό καταβολής. -
59 господин
-а, πλθ. -да, -од, -ам α.1. κύριος, κυρίαρχης, άρχοντας. || αφέντης, αφεντικό. || οικοδεσπότης.2. κύριος (από προνομιούχα τάξη). || κύριος (τιμητική προσηγορία, ειρωνικά ή περιφρονητικά).εκφρ.быть -ом своего слова ή своему слову – κρατώ το, λόγο μου, τηρώ την υπόσχεση•служу двум -ам – υπηρετώ δυο αφεντικά (δυο γραμμές, δυο κόμματα κ.τ.τ.)• сам себе господин είμαι κύριος του εαυτού μου, είμαι αυτεξούσιος. -
60 дорога
-и θ.1. δρόμος, οδός•просёлочная αγροτικός δρόμος•
автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•
шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•
водная υδάτινη οδός•
воздушная дорога εναέρια οδός•
широкая дорога φαρδύς δρόμος•
торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•
большая κύρια οδός•
сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•
не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•
на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•
я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•
пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•
воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.
2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•
дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•
уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.
3. ταξίδι•утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•
веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•
запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•
отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•
собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•
счастливой -и καλό ταξίδι.
4. μέσο•упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.
εκφρ.канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•конно-железная дорога – βλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•дать ή уступить -у – κ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση.
См. также в других словарях:
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
παραλαμβάνω — ΝΜΑ, κρητ. τ. παλλαμβάνω Α, περιλαβαίνω Ν 1. παίρνω κάτι που μού δίνεται από άλλον, λαμβάνω (α. «παρέλαβα τα δέματα που μού έστειλες» β. «παρέλαβον καὶ ἐνέβαλον εἰς τὸ πλοῑον [ενν. φορτίον]», πάπ.) 2. δέχομαι κάποιον κοντά μου ως βοηθό, σύμμαχο ή … Dictionary of Greek
αποστερώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. αφαιρώ από κάποιον κάτι που είχε: Τους είχε αποστερήσει από την ελευθερία. 2. κρατώ από κάποιον κάτι που έπρεπε να του δώσω: Αποστέρησε τον αδελφό του από την πατρική κληρονομιά. Το μέσ. αποστερούμαι χάνω: Αποστερήθηκε τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
συνέχω — ΝΜΑ [ἔχω] κρατώ σε σύνδεση, συγκρατώ νεοελλ. 1. (σχετικά με φόβο) διακατέχω (α. «τόν συνέχει φόβος» β. «συνέχεται από φόβο») 2. (το μεσ.) συνέχομαι αποτελώ συνέχεια άλλου, επικοινωνώ με άλλον (α. «συνεχόμενες κατοικίες» β. «συνεχόμενα δωμάτια»)… … Dictionary of Greek
μέσα — Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου. * * * (I) μέσα και μεσά, τὸ (Μ) το τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»]. (II) η (γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη … Dictionary of Greek
αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ … Dictionary of Greek
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
απάγω — (AM ἀπάγω) [άγω] αρπάζω και κρατώ κάποιον αρχ. 1. οδηγώ μακριά και κρατώ («ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα» κλέβουν βόδια και παχιά πρόβατα, Όμηρος) 2. αφαιρώ, μετακινώ («ἀπάγω τὸ ἱμάτιον τοῡ τραχήλου», Πλούταρχος) 3. οδηγώ μακριά, αποσύρω («ἀπάγω… … Dictionary of Greek
σηκώνω — ΝΜ 1. υψώνω, μετακινώ από κάτω προς τα πάνω (α. «είχε πέσει κάτω και τό σήκωσα» β. «σηκώνω τὸ πινάκιν μου καὶ βλέπω τὸ σκουτέλιν», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. καλώ ή αναγκάζω κάποιον καθιστό να αφήσει τη θέση του και να σταθεί όρθιος («τόν σήκωσα από… … Dictionary of Greek