Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κρατώ+(τό)

  • 1 retenir

    κρατώ

    Dictionnaire Français-Grec > retenir

  • 2 tenir

    κρατώ

    Dictionnaire Français-Grec > tenir

  • 3 dodržet

    κρατώ

    Česká-řecký slovník > dodržet

  • 4 držet

    κρατώ

    Česká-řecký slovník > držet

  • 5 ponechat

    κρατώ

    Česká-řecký slovník > ponechat

  • 6 pozdržet

    κρατώ

    Česká-řecký slovník > pozdržet

  • 7 přidržet

    κρατώ

    Česká-řecký slovník > přidržet

  • 8 zachycovat

    κρατώ

    Česká-řecký slovník > zachycovat

  • 9 dotrzymywać

    κρατώ

    Słownik polsko-grecki > dotrzymywać

  • 10 dzierżyć

    κρατώ

    Słownik polsko-grecki > dzierżyć

  • 11 pamiętać

    κρατώ

    Słownik polsko-grecki > pamiętać

  • 12 trzymać

    κρατώ

    Słownik polsko-grecki > trzymać

  • 13 wstrzymać

    κρατώ

    Słownik polsko-grecki > wstrzymać

  • 14 держать

    держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. κρατώ, βαστώ•

    держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.

    || εμποδίζω•

    кто меня -ит? ποιος με κρατάει;

    μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•

    -йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•

    держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•

    держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.

    || μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.
    2. υποβαστάζω•

    балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.

    || συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.
    3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•

    держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•

    держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.

    4. κρατώ σε•

    держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.

    || παλ. συμπέριφέρνομαι.
    5. αφήνω•

    держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•

    держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.

    6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•

    держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•

    держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.

    || κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•

    гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.

    8. κατευθύνομαι•

    -и вправо! τράβα όλο δεξιά!

    εκφρ.
    –и кармам (шире)απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...
    держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•
    держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•
    держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•
    держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•
    держать себя в руках – συγκρατιέμαι•
    держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•
    держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•
    ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•
    держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•
    держать экзамены – δίνω εξετάσεις•
    никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•
    держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•
    держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•
    держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•
    держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.
    1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•

    я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.

    2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•

    мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.

    || μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.
    3. στέκομαι•

    он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.

    || φέρομαι, συμπεριφέρομαι•

    он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.

    4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•

    эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•

    ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.

    5. (στρατ.) αντιστέκομαι•

    крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.

    6. έχω κατεύθυνση•

    правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.

    7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•

    держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.

    || εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•

    держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•

    держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.

    8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.
    9. διατηρούμαι.
    10. συγκρατιέμαι•

    она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.

    εκφρ.
    только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•
    держать вместе – ενεργώ από κοινού•
    держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος.

    Большой русско-греческий словарь > держать

  • 15 держать

    держать
    несоз. в разн. знач. κρατῶ, βαστώ:
    \держать за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· \держать в повинозении κρατώ σέ ὑποταγή· \держать на строгой диете κρατώ σέ αὐστηρή δίαιτα· \держать деньги в сберегательной кассе ἔχω τά χρήματα μου στό ταμιευτήριο· \держать Дверь открытой ἔχω τήν πόρτα ἀνοιχτή· \держать продукты в холодном месте φυλάγω τά τρόφιμα σέ κρύο μέρρς· \держать· в памяти θυμάμαι· ◊ \держать речь ὁμιλώ, βγάζω λόγο, ἀγορεύω· \держать совет συνεδριάζω· \держать вправо (влево) πηγαίνω δεξιά (αριστερά)· \держать у себя ἔχω (или κρατώ) ἀπάνω μου· \держать кого-л. в курсе дела κρατώ (или τηρώ) ἐνήμερον, ἐνημερώνω· \держать в руках кого́-либо κρατώ (или Εχω) κάποιον στό χέρι μοο· \держать кого́-л. в черном теле κακομεταχειρίζομαι, ταλαιπωρώ κάποιον не уметь себя \держать δέν ξέρω νά φέρομαι· \держать слово κ-ρατώ τόν λόγο μου· \держать пари́ στοιχηματίζω· \держать язык за зубами ράβω τό στόμα μου· не \держать при себе δέν κρατώ ἐπάνω μου· \держать экзамены δίνω ἐξετάσεις· \держать ауть διευθύνομαι, κατευθύνομαι, πορεύομαι· \держать курс на... мор. κατευθύνομαι προς..· \держать чью-л. сторону εἶμαι μέ τό μέρος κάποιου· \держать в тайне κρατῶ μυστικὅ \держать у́хо востро́ разг ἔχω τά μάτια μου τέσσερα· держите вора! πιάστε τόν κλέφτη!· \держать первенство спорт. κρατῶ τά πρωτεία.^

    Русско-новогреческий словарь > держать

  • 16 hold

    I 1. [həuld] past tense, past participle - held; verb
    1) (to have in one's hand(s) or between one's hands: He was holding a knife; Hold that dish with both hands; He held the little boy's hand; He held the mouse by its tail.) κρατώ
    2) (to have in a part, or between parts, of the body, or between parts of a tool etc: He held the pencil in his teeth; She was holding a pile of books in her arms; Hold the stamp with tweezers.) κρατώ
    3) (to support or keep from moving, running away, falling etc: What holds that shelf up?; He held the door closed by leaning against it; Hold your hands above your head; Hold his arms so that he can't struggle.) κρατώ
    4) (to remain in position, fixed etc when under strain: I've tied the two pieces of string together, but I'm not sure the knot will hold; Will the anchor hold in a storm?) αντέχω,βαστώ
    5) (to keep (a person) in some place or in one's power: The police are holding a man for questioning in connection with the murder; He was held captive.) κρατώ
    6) (to (be able to) contain: This jug holds two pints; You can't hold water in a handkerchief; This drawer holds all my shirts.) περιέχω,χωρώ
    7) (to cause to take place: The meeting will be held next week; We'll hold the meeting in the hall.) οργανώνω,διενεργώ
    8) (to keep (oneself), or to be, in a particular state or condition: We'll hold ourselves in readiness in case you send for us; She holds herself very erect.) κρατώ
    9) (to have or be in (a job etc): He held the position of company secretary for five years.) διατηρώ
    10) (to think strongly; to believe; to consider or regard: I hold that this was the right decision; He holds me (to be) responsible for everyone's mistakes; He is held in great respect; He holds certain very odd beliefs.) θεωρώ,υποστηρίζω
    11) (to continue to be valid or apply: Our offer will hold until next week; These rules hold under all circumstances.) ισχύω
    12) ((with to) to force (a person) to do something he has promised to do: I intend to hold him to his promises.) δεσμεύω
    13) (to defend: They held the castle against the enemy.) υπερασπίζομαι
    14) (not to be beaten by: The general realized that the soldiers could not hold the enemy for long.) συγκρατώ
    15) (to keep (a person's attention): If you can't hold your pupils' attention, you can't be a good teacher.) κρατώ
    16) (to keep someone in a certain state: Don't hold us in suspense, what was the final decision?) κρατώ
    17) (to celebrate: The festival is held on 24 June.) γιορτάζω
    18) (to be the owner of: He holds shares in this company.) κατέχω
    19) ((of good weather) to continue: I hope the weather holds until after the school sports.) βαστώ,διατηρούμαι
    20) ((also hold the line) (of a person who is making a telephone call) to wait: Mr Brown is busy at the moment - will you hold or would you like him to call you back?) περιμένω(στο τηλέφωνο)
    21) (to continue to sing: Please hold that note for four whole beats.) κρατώ(νότα)
    22) (to keep (something): They'll hold your luggage at the station until you collect it.) φυλάγω
    23) ((of the future) to be going to produce: I wonder what the future holds for me?) επιφυλάσσω
    2. noun
    1) (the act of holding: He caught/got/laid/took hold of the rope and pulled; Keep hold of that rope.) πιάσιμο,κράτημα
    2) (power; influence: He has a strange hold over that girl.) εξουσία,επιρροή
    3) ((in wrestling etc) a manner of holding one's opponent: The wrestler invented a new hold.) λαβή
    - - holder
    - hold-all
    - get hold of
    - hold back
    - hold down
    - hold forth
    - hold good
    - hold it
    - hold off
    - hold on
    - hold out
    - hold one's own
    - hold one's tongue
    - hold up
    - hold-up
    - hold with
    II [həuld] noun
    ((in ships) the place, below the deck, where cargo is stored.) αμπάρι

    English-Greek dictionary > hold

  • 17 удержать

    удержать
    сов, удерживать несов
    1. κρατώ, συγκρατώ:
    \удержать в руках κρατώ στά χέρια· \удержать дома кого-л. κρατώ κάποιον ἀτό σπίτι· \удержать лошадей σταματώ τά ἀλογα· \удержать в памяти συγκρατώ στη μνήμη μαυ· 2, (сдерживать, подавлять) συγκρατώ, πνίγω:
    \удержать рьцйния συγκρατώ τούς λυγμούς·
    3. (останавливать) συγκρατώ, ἀνα· χαιτίζω, κρατώ, σταματώ/ ἐμποδίζω (мешать):
    \удержать от иеобду́манного поступка συγκρατώ κάποιον νά μήν κάνει ἀπερίσκεπτη πράξη· не знаю, что меия удерживает δέν ξεύρω τί μέ κρατάει·
    4. (вычитать) ἀφαιρώ, κρατώ, ἀποκόπτω:
    \удержать какую-л. сумму из зарплаты κρατώ ἕνα ποσό ἀπ' τό μισθό.

    Русско-новогреческий словарь > удержать

  • 18 держать

    1. (не давать выпасть, сохранять за собой) κρατώ, βαστώ 2. (служить опорой чему-л, поддерживать) υποστηρίζω Заставлять оставаться где-л или находиться в каком-л. состоянии{}положении{}) κρατώ, θέτω υπό κράτηση 4. (хранить где-л.) κρατώ, φυλάσσω, έχω 5. (владеть кем-, чём-л.) κρατώ, κατέχω, διατηρώ 6. (двигаться в определённом направлении) κατευθύνομαι, κρατώ πορεία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > держать

  • 19 держать

    держать в разн. знач. κρα τώ, βαστώ \держать что-л. в руках βαστώ στα χέρια κάτι \держать в тайне κρατώ μυστικό \держать сло во κρατώ το λόγο μου; \держать экзамен δίνω (τις) εξετάσεις \держаться 1) κρατιέμαι \держаться на чём-л. κρατιέμαι από κάτι \держаться вместе είμαστε μαζί \держаться·за руки κρατιέμαι χέρι με χέρι \держаться в стороне μένω παράμερα 2) трен. (придерживаться ακολουθώ, υποστηρίζω
    * * *
    в разн. знач.
    κρατώ, βαστώ

    держа́ть что-л. в рука́х — βαστώ στα χέρια κάτι

    держа́ть в та́йне — κρατώ μυστικό

    держа́ть сло́во — κρατώ το λόγο μου

    держа́ть экза́мен — δίνω (τις) εξετάσεις

    Русско-греческий словарь > держать

  • 20 keep

    [ki:p] 1. past tense, past participle - kept; verb
    1) (to have for a very long or indefinite period of time: He gave me the picture to keep.) κρατώ, φυλάγω
    2) (not to give or throw away; to preserve: I kept the most interesting books; Can you keep a secret?) κρατώ
    3) (to (cause to) remain in a certain state or position: I keep this gun loaded; How do you keep cool in this heat?; Will you keep me informed of what happens?) διατηρώ, τηρώ
    4) (to go on (performing or repeating a certain action): He kept walking.) συνεχίζω
    5) (to have in store: I always keep a tin of baked beans for emergencies.) κρατώ
    6) (to look after or care for: She keeps the garden beautifully; I think they keep hens.) φροντίζω, διατηρώ
    7) (to remain in good condition: That meat won't keep in this heat unless you put it in the fridge.) διατηρούμαι
    8) (to make entries in (a diary, accounts etc): She keeps a diary to remind her of her appointments; He kept the accounts for the club.) κρατώ (ενήμερο)
    9) (to hold back or delay: Sorry to keep you.) καθυστερώ
    10) (to provide food, clothes, housing for (someone): He has a wife and child to keep.) συντηρώ
    11) (to act in the way demanded by: She kept her promise.) κρατώ
    12) (to celebrate: to keep Christmas.) γιορτάζω
    2. noun
    (food and lodging: She gives her mother money every week for her keep; Our cat really earns her keep - she kills all the mice in the house.) συντήρηση, έξοδα συντηρήσεως
    - keeping
    - keep-fit
    - keepsake
    - for keeps
    - in keeping with
    - keep away
    - keep back
    - keep one's distance
    - keep down
    - keep one's end up
    - keep from
    - keep going
    - keep hold of
    - keep house for
    - keep house
    - keep in
    - keep in mind
    - keep it up
    - keep off
    - keep on
    - keep oneself to oneself
    - keep out
    - keep out of
    - keep time
    - keep to
    - keep something to oneself
    - keep to oneself
    - keep up
    - keep up with the Joneses
    - keep watch

    English-Greek dictionary > keep

См. также в других словарях:

  • κρατώ — και κρατάω κράτησα, κρατήθηκα, κρατημένος 1. βαστάζω, πιάνω κάτι. 2. αντέχω, βαστώ. 3. κατάγομαι: Δεν ξέρουμε πούθε κρατάει η σκούφια του. 4. κατακρατώ: Μου κρατήσανε ένα μισθό. 5. εμποδίζω, συγκρατώ: Μη μας κρατάς, γιατί βιαζόμαστε. 6. κατέχω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — κρατάω / κρατώ, κράτησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κρατῶ — κρατέω to be strong pres subj act 1st sg (attic epic doric) κρατέω to be strong pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • συνέχω — ΝΜΑ [ἔχω] κρατώ σε σύνδεση, συγκρατώ νεοελλ. 1. (σχετικά με φόβο) διακατέχω (α. «τόν συνέχει φόβος» β. «συνέχεται από φόβο») 2. (το μεσ.) συνέχομαι αποτελώ συνέχεια άλλου, επικοινωνώ με άλλον (α. «συνεχόμενες κατοικίες» β. «συνεχόμενα δωμάτια»)… …   Dictionary of Greek

  • αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • κατακρατώ — (AM κατακρατῶ, έω) νεοελλ. κρατώ κάποιον δια τής βίας και παρά τον νόμο ή έχω κάτι υπό την κατοχή μου χωρίς να έχω το δικαίωμα μσν. 1. καταβάλλω, νικώ 2. κρατώ κάτι στα χέρια μου για πολλή ώρα 3. συγκρατώ, εμποδίζω 4. κρατώ κάτι στη μνήμη μου,… …   Dictionary of Greek

  • συγκρατώ — συγκρατῶ, έω, ΝΜΑ [κρατῶ] 1. υποστηρίζω κάποιον ή κάτι για να μην πέσει (α. «το τοίχωμα θα συγκρατήσει τα χώματα» β. «την τελευταία στιγμή τόν συγκράτησε και δεν έπεσε στη θάλασσα») 2. κρατώ κάτι μέσα μου, δεν τό αφήνω να εκδηλωθεί νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»