-
1 Κρανία
Κρανίᾱ, Κράνιοςfem nom /voc /acc dualΚρανίᾱ, Κράνιοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 κρανία
κρανία, ἡ, = κράνεια, zw.
-
3 κρανιά
η1) кизил (дерево); 2) кизиловая палка -
4 Κράνια
Κράνιοςneut nom /voc /acc pl -
5 κρανία
κρᾱνία, κρανίονupper part of the head: neut nom /voc /acc pl -
6 κρανία
-
7 περι-κρᾱνία
περι-κρᾱνία, ἡ, die Haut um den Hirnschädel, Medic.
-
8 κατα-κρανία
κατα-κρανία, ἡ, Kopfkrankheit bei den Pferden, Hippiatr.
-
9 ἑτερο-κρᾱνία
ἑτερο-κρᾱνία, ἡ, Kopfweh an einer Seite des Kopfes, Medic., auch ἑτεροκρανικός, daran leidend.
-
10 ἡμι-κρᾱνία
ἡμι-κρᾱνία, ἡ, Kopfschmerz auf der einen Seite, Migräne, Medic.; auch τὸ ἡμικρᾱνικὸν πάϑος, Poll. 2, 41; ἡμικρανικοί, die daran leiden, Medic.; auch ἡμικράνιος
-
11 Κρανίας
Κρανίᾱς, Κράνιοςfem acc plΚρανίᾱς, Κράνιοςfem gen sg (attic doric aeolic) -
12 Κρανί'
Κρανίᾱͅ, Κράνιοςfem dat sg (attic doric aeolic) -
13 Κρανίαν
Κρανίᾱν, Κράνιοςfem acc sg (attic doric aeolic) -
14 μολύνω
μολύνω, besudeln, beflecken; τὴν ὑπήνην, Ar. Equ. 1283, μολύνουσα τοὺς ἑταίρους, Plut. 310, beide Male im obscönen Sinne, ἑαυτοὺς πηλῷ, von Schweinen, Arist. H. A. 6, 18; τούτων ἀποκνίσας τὰ κρανία ἐμόλυν' ἀλεύρῳ, Sotad. b. Ath. VII, 293 d, mit Mehl bestreuen; übertr. sagt Plat. ἡ ψυχή, ἣ ἂν εὐχερῶς ὥςπερ ϑηρίον ὕειον ἐν ἀμαϑίᾳ μολύνηται, die sich in Unwissenheit, wie ein Schwein im Kothe wälzt, Rep. VII, 535 e; vgl. Isocr. 5, 81. – Uebh. beschimpfen, entehren, herabwürdigen, Sp., die auch das perf. pass. μεμόλυσμαι bilden, Epict. ench. 33, 6, Schol. Ap. Rh. 4, 681; vgl. Schäf. daselbst p. 236. S. auch μωλύω.
-
15 кизил
1. (ягода) το κράνο 2. (дерево) η κράνεια, η κρανέα, разг. η κρανιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кизил
-
16 кнзйл(ь)
кнзйл(ь)м1. (ягода) τό κρἀνο[ν]·2. (дерево) ἡ κρανιά, ἡ κρανέα. -
17 κρανέα
-
18 кизил
-а κ. кизиль, -а α. κρανιά (δέντρο). || κράνο (καρπός). -
19 κράνεια
A cornelian cherry, Cornus mas,κ. τανύφλοιος Il.16.767
;ἁψάμενον βρόχον αἰπὺν ἀφ' ὑψήλοιο κ. Demetr.
Troez. 1; καρπὸς κρανείης, as food for swine, Od.10.242;ἰσχυρότατον ἡ κ. Thphr.HP5.6.4
; τόξον κρανείας of cherry-wood, E.Fr. 785;ῥάβδος κρανείας Ael.NA1.23
, 12.43; of cornel-wood,IG
11(2).161 A 104 (Delos, iii B. C.); κράνεια alone, = spear, AP6.123 ([place name] Anyte): —also [full] κρᾰνία, Hp.Mochl.42 (gen. - ίης), Dsc.1.119, Gal.12.41, Arr. An.2.3.7; [full] κρᾰνέα, Gp.10.87.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κράνεια
-
20 κύρνα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κρανία — Κρανίᾱ , Κράνιος fem nom/voc/acc dual Κρανίᾱ , Κράνιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανιά — Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των κορνιδών, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Cornus sanguineα. Πρόκειται για φυλλοβόλο θάμνο, ύψους έως 3 μ., με κοκκινωπά κλαδιά και απλά, αντίθετα, ωοειδή, ακέραια και ελλειψοειδή φύλλα, με μικρό… … Dictionary of Greek
κρανία — Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των κορνιδών, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Cornus sanguineα. Πρόκειται για φυλλοβόλο θάμνο, ύψους έως 3 μ., με κοκκινωπά κλαδιά και απλά, αντίθετα, ωοειδή, ακέραια και ελλειψοειδή φύλλα, με μικρό… … Dictionary of Greek
κρανιά — η το φυτό κρανιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κρανιά Ελασσόνας — Sp Kranià Elasònas Ap Κρανιά Ελασσόνας/Kranea Elassonas L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
κρανία — κρᾱνία , κρανίον upper part of the head neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράνια — Κράνιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρανίας — Κρανίᾱς , Κράνιος fem acc pl Κρανίᾱς , Κράνιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρανί' — Κρανίᾱͅ , Κράνιος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρανίαν — Κρανίᾱν , Κράνιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεάντερταλ, άνθρωπος του- — (Νeanderthal). Απολιθωμένος παλαιοάνθρωπος του μέσου πλειστοκαίνου. Το 1856, στη μικρή κοιλάδα Νεάντερταλ, ανάμεσα στις πόλεις Ντίσελντορφ και Έλμπερφελντ (Δυτική Γερμανία), μερικοί εργάτες βρήκαν μια κρανιακή κάψα και μερικά οστά ενός ανθρώπινου … Dictionary of Greek