-
21 κραναών
-
22 κραναῶν
-
23 κράνον
-
24 Κραναοίο
-
25 Κραναοῖο
-
26 Κραναοίς
-
27 Κραναοῖς
-
28 Κραναοίσι
-
29 Κραναοῖσι
-
30 Κραναοίσιν
-
31 Κραναοῖσιν
-
32 Κραναού
-
33 Κραναοῦ
-
34 Κραναώ
-
35 Κραναῷ
-
36 Κραναών
-
37 Κραναῶν
-
38 κραναάς
-
39 κραναᾶς
-
40 κραναή
См. также в других словарях:
Κραναός — rocky masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραναός — rocky masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραναός — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αττικής, διάδοχος του Κέκροπα. Σύζυγός του ήταν η Πεδιάς με την οποία απέκτησε την Κρανάη, την Κραναίχμη και την Ατθίδα. Προς τιμήν της τελευταίας, μετά τον θάνατό της, ονόμασε τη χώρα του Ατθίδα ή Αττική. Σύμφωνα … Dictionary of Greek
κραναά — κραναός rocky neut nom/voc/acc pl κραναά̱ , κραναός rocky fem nom/voc/acc dual κραναά̱ , κραναός rocky fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραναῶν — κραναός rocky fem gen pl κραναός rocky masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραναόν — κραναός rocky masc acc sg κραναός rocky neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανααῖς — κραναός rocky fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανααί — κραναός rocky fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κραναοῖο — Κραναός rocky masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραναοῖο — κραναός rocky masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κραναοῖς — Κραναός rocky masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)