-
1 υλακτεω
(ῠ, в impf. и aor. ῡ)1) лаять Hom.ὑ. τινα Arph., Luc. — лаять на кого-л.
2) выть, орать(τι Soph.)
ἄμουσ΄ ὑ. Eur. — дико орать;κραδίη δέ οἱ ἔνδον ὑλακτεῖ Hom. — в груди у него клокочет злоба;ὑλακτοῦσα νηδύς Anth. — урчащий (от голода) живот
См. также в других словарях:
ένδον — (AM ἔνδον) επίρρ. μέσα, εσωτερικά («κραδίη... ἔνδον ὑλάκτει») αρχ. 1. (ιδίως) μέσα στο σπίτι («ἔνδον κατακρύπτων ἑαυτόν», Πλούτ.) 2. μέσα στη Βουλή («βουλευτάς ὄντας καὶ καθημένους ἔνδον») 3. (με δοτ.) αντί τής πρόθ. ἐν («ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ»,… … Dictionary of Greek