-
1 κρικ-ηλασία
κρικ-ηλασία, ἡ, das Treiben des Kreises, Reifschlagen, ein Spiel der Knaben, Sp.
-
2 κρικηλασία
κρικ-ηλασία, ἡ, das Treiben des Kreises, Reifschlagen, ein Spiel der Knaben
См. также в других словарях:
Κρικ — (Creek). Φυλή αυτοχθόνων της Αμερικής, της γλωσσικής οικογένειας μάσκογκι, που είχε αναπτύξει μία από τις πιο εξελιγμένες γεωργικές κοινωνίες της Βόρειας Αμερικής κατά τη διάρκεια του 18ου αι. Ήταν κυρίαρχη ομάδα σε μια ομοσπονδία που αριθμούσε… … Dictionary of Greek
Κρικ, Φράνσις Χάρι Κόμπτον — (Francis Harry Compton Crick, Νορθάμπτον 1916 –). Άγγλος χημικός, ειδικευμένος στη μοριακή βιολογία. Μόλις αποφοίτησε από το πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου (1937), εργάστηκε στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Προσδιόρισε τη δομή του… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Γιούκον — (Yukon). Τοπωνύμια του Καναδά. 1. Διοικητική διαίρεση (536.324 τ. χλμ., 28.700 κάτ. το 2002) του βορειοδυτικού Καναδά, που συνορεύει στα Δ με την Αλάσκα, Ν από τη Βρετανική Κολομβία και Α με τη Βορειοδυτική Περιοχή, ενώ Β βρέχεται από τη θάλασσα… … Dictionary of Greek
Γουίλκινς, Μόρις Χιου Φρέντρικ — (Maurice Hugh Frederick Wilkins, Νέα Ζηλανδία 1916 –).Άγγλος βιοφυσικός. Έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Μπέρμινχαμ το 1940. Κατά τη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου πολέμου εργάστηκε στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια ως μέλος… … Dictionary of Greek
δεοξυριβονουκλεϊνικό οξύ — (DNA). Μακρομόριο που υπάρχει σε κάθε ζωντανό οργανισμό (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ιών) και έχει σπουδαίο βιολογικό ρόλο, γιατί διατηρεί και μεταφέρει γενετικές πληροφορίες σχετικά με τη δομή, την εξέλιξη και τα χαρακτηριστικά όλων των… … Dictionary of Greek
Ιντιανάπολις — (Indianapolis). Πόλη (791.926 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, πρωτεύουσα της πολιτείας Ιντιάνα (βλ. λ.) και έδρα της κομητείας Μάριον. Ιδρύθηκε το 1819 στην κεντρική Ιντιάνα, σε μία πεδινή περιοχή που περιβάλλεται από χαμηλούς λόφους, στον δυτικό βραχίονα … Dictionary of Greek
Κέιμαν, νησιά — Νησιά (συνολική έκταση 262 τ. χλμ., 36.273 κάτ. το 2002) της Καραϊβικής θάλασσας στην Κεντρική Αμερική, που αποτελούν βρετανική κτήση. Περιλαμβάνουν τα νησιά Μεγάλο Κ., Κ. Μπρακ και Μικρό Κ. Πρωτεύουσα των ν.Κ. είναι η Τζόρτζταουν (Georgetown), η … Dictionary of Greek
Λίνκολν — I (Lincoln). Πόλη (85.616 κάτ. το 2001) της Αγγλίας, πρωτεύουσα της κομητείας Λινκολνσάιρ (Lincolnshire, 5.921 τ. χλμ., 634.300 κάτ.). Το παλαιότερο τμήμα της εκτείνεται ακανόνιστα στις πλαγιές λόφου και οι δρόμοι του είναι τόσο απότομοι που δεν… … Dictionary of Greek
Λίνκολν, Άμπραχαμ — (Abraham Lincoln, Χότζενσβιλ, Κεντάκι 1809 – Ουάσινγκτον 1865). Αμερικανός νομικός και πολιτικός, ο 16ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1861 65). Ο πατέρας του ήταν πιονέρος αγρότης, ο οποίος ζούσε από το κυνήγι και τα προϊόντα των χωραφιών που καλλιεργούσε ο … Dictionary of Greek