-
1 κρεας
дор. κρῆς τό (gen. κρέατος - атт. κρέως; pl.: nom. κρέατα и κρέᾰ, gen. κρειῶν и κρεάων - атт. κρεῶν, dat. κρέασι - ион. κρέεσσι)1) мясо, кусок мясаκρέα ἀνάβραστα Arph. и ἑφτά Arst. — вареное мясо;
τρία κρέα Xen. — три порции мяса2) презр. «шкура»(περὴ κρεῶν ναυμαχεῖν Arph.)
3) презр. ( в обращении) человек, созданиеὦ δεξιώτατον κ.! Arph. — ах ты, хитрец из хитрецов!
См. также в других словарях:
κρέασι — κρέας flesh neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LARUS — I. LARUS anex λαρὸς, ob suavitatem gustûs, quasi λίαν ὐρηρὼς τῇ ψυχῇ; an a λάλος, ob garrulitatem, clamosus ehim est; an quasi λαβρὸς, a vocandi impetu? Hebr. sachaph dicitur, a tabe. Nulla enim est avis molis ratione tam levis. Cum enim sit… … Hofmann J. Lexicon universale
επεσθίω — ἐπεσθίω (Α) 1. τρώω κάτι μετά από κάτι άλλο ή μαζί με κάτι άλλο («κρέασι βοείοις χλωρὰ σῡκ ἐπήσθιεν», Ευρ.) 2. τρώω άπληστα 3. τρώω κάτι ως αντίδοτο 4. αναμασώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εσθίω «τρώγω»] … Dictionary of Greek
όψο — το (ΑΜ ὄψον) 1. έδεσμα, τροφή 2. καθετί που τρώγεται μαζί με το ψωμί ή το κυρίως φαγητό ως προσφάγι ή για να προκαλέσει τη διάθεση για πόση κρασίου («κρόμμυον ποτῷ ὄψον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το κρέας, σε αντιδιαστολή προς το ψωμί και τις άλλες… … Dictionary of Greek