Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κράτος+βία+τε

  • 1 Force

    subs.
    Compulsion: P. and V. βία, ἡ, νάγκη, ἡ.
    Motion: P. φορά, ἡ.
    Rush: Ar. and P.υμή, ἡ, V.ιπή, ἡ.
    Violence: P. and V. βία, ἡ, ἰσχύς, ἡ, V. τὸ καρτερόν.
    Strength: P. and V. δύναμις, ἡ, ἰσχύς, ἡ. ῥώμη, ἡ, V. σθένος, τό, ἀλκή, ἡ, μένος, τό (also Plat. but rare P.).
    Military force: P. δύναμις, ἡ, παρασκευή, ἡ; see Army.
    Be present in force: P. πλήθει παρεῖναι (Thuc. 8, 22).
    In full force: P. πανδημεί, πανστρατίᾳ, παντὶ σθένει, V. πολλῇ χειρί, σὺν πολλῇ χερί.
    Meaning: P. and V. δναμις, ἡ, P. διάνοια, ἡ, βούλησις, ἡ.
    Force of character: P. φύσεως ἰσχύς. ἡ (Thuc. 1, 138).
    Force of circumstances: ἀνάγκη τῶν πραγμάτων (Andoc. 28).
    The same principles you laid down when you brought Timarchus to trial surely may be put into force by others against you: P. ἃ ὡρίσω σὺ δίκαια ὅτε Τίμαρχον ἔκρινες, ταὐτὰ δήπου ταῦτα καὶ κατὰ σοῦ προσήκει τοῖς ἄλλοις ἰσχύειν (Dem. 416).
    The force of this argument you can understand from the following: P. τοῦτο ὅσον δύναται, γνοῖτʼ ἂν ἐκ τωνδί (Dem. 524).
    By force: P. and V. βίᾳ, βιαίως, πρὸς βίαν, νάγκῃ, ἐξ νάγκης, V. ἐκ βίας, κατʼ ἰσχύν, σθένει, πρὸς τὸ καρτερόν, πρὸς ἰσχύος κρτος.
    By force of arms: P. κατὰ κράτος.
    In force (of laws, etc.); use adj., P. and V. κύριος.
    Put in force, exercise, v.: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Be in force: P. and V. ἰσχύειν.
    Use force: P. and V. βιάζεσθαι (absol.).
    With all one's force, by might and main: P. κατὰ κράτος, Ar. κατ τὸ καρτερόν.
    ——————
    v. trans.
    Compel: P. and V. ναγκάζειν, ἐπαναγκάζειν, καταναγκάζειν, βιάζεσθαι, Ar. and P. προσαναγκάζειν, P. καταβιάζεσθαι, Ar. and V. ἐξαναγκάζειν, V. διαβιάζεσθαι.
    Force ( an entrance): P. βιάζεσθαι (acc.) (Thuc. 4, 9).
    Force one's way: P. βιάζεσθαι (absol.).
    Force one's way in: Ar. and P. εἰσβιάζεσθαι.
    Force one's way out: P. βιάζεσθαι εἰς τὰ ἔξω.
    Force back: see Repulse.
    Force open: see Prise.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Force

  • 2 Storm

    subs.
    P. and V. χειμών, ὁ, Ar. and V. θύελλα, ἡ, τυφώς, ὁ, V. χεῖμα, τό, σκηπτός, ὁ.
    Storm of rain: P. χειμὼν νοτερός; see Shower.
    Storm of wind: P. πολὺς ἄνεμος, ὁ, Ar. and P. πρηστήρ, ὁ (Xen.), V. φυσήματα, τά.
    For reference to storms, see Soph., Ant. 417-421; Thuc. 3, 22.
    met., P. and V. σκηπτός, ὁ, V. χειμών, ὁ.
    Storm ( of troubles): use P. and V. πέλαγος, τό (Plat.), τρικυμία, ἡ (Plat.), V. κλύδων, ὁ.
    Storm of weapons: V. νιφς, ἡ; see Shower.
    Coming forward amid a storm of protest and remonstrance: P. παρελθὼν πρὸς πολλὴν ἀντιλογίαν καὶ σχετλιασμόν (Thuc. 8, 53).
    Be caught in a storm, v.: lit. and met., P. and V. χειμάζεσθαι.
    When the god raises a storm: V. θεοῦ χειμάζοντος (Soph., O. C. 1503).
    Take by storm: P. βίᾳ αἱρεῖν, κατὰ κράτος αἱρεῖν.
    ——————
    v. intrans.
    Rage, be angry: P. and V. ὀργίζεσθαι, θυμοῦσθαι; see under Angry.
    Be mad: P. and V. λυσσᾶν (Plat.), οἰστρᾶν (Plat.), βακχεύειν (Plat.); see under mad.
    Storm against, attack with words, met.: P. and V. ἐπιπλήσσειν, P. καθάπτεσθαι (gen.); see Accuse.
    v. trans. Attack: P. and V. προσβάλλειν (dat.); see Attack.
    Take by storm: P. κατὰ κράτος αἱρεῖν, βίᾳ αἱρεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Storm

  • 3 Might

    v. intrans.
    Be able: P. and V. δύνασθαι, ἔχειν; see Able.
    As a mild form of command: use V. ν (with optative).
    Might have: see may have, under May.
    As might well have been, as is probable: P. and V. ὡς εἰκός.
    You might have, it was open to you: P. and V. ἐξῆν σοι (infin.), παρῆν σοι (infin.), παρεῖχέ σοι (infin.); see under Open.
    But for so and so the Phocians might have been saved: P. εἰ μὴ διὰ τὸ καὶ τὸ ἐσώθησαν ἂν οἱ Φωκεῖς (Dem. 364).
    ——————
    subs.
    Strength: P. and V. δύναμις, ἡ, ἰσχς, ἡ, ῥώμη, ἡ, V. σθένος, τό, ἀλκή, ἡ, μένος, τό (also Plat. but rare P.); see Strength.
    Power, authority: P. and V. κρτος, τό. δύναμις, ἡ, ἰσχς, ἡ, ἐξουσία, ἡ. V. σθένος, τό.
    Rule: P. and V. ἀρχή, ἡ, κρτος, τό.
    With might and main: P. κατὰ κράτος, παντὶ σθένει. Ar. κατ τὸ καρτερόν; see Vigorously.
    Might, as opposed to right: P. and V. βία, ἡ, ἰσχς, ἡ, τὸ καρτερόν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Might

  • 4 Violence

    subs.
    Force: P. and V. βία, ἡ. V. τὸ καρτερόν, P. βιαιότης, ἡ.
    Rush: Ar. and P. ῥύμη, ἡ.
    Outrage P. V. ὕβρις, ἡ, ὕβρισμα, τό.
    Vehemence: P. σφοδρότης, ἡ.
    By violence, by force: P. and V. βίᾳ, πρὸς βίαν, βιαίως, V. ἐκ βίας, κατʼ ἰσχν, σθένει, πρὸς τὸ καρτερόν, πρὸς ἰσχύος κρτος; see under Force.
    Act of violence: V. χείρωμα, τό.
    Do acts of violence, v.: P. χειρουργεῖν. Use
    violence: P. and V. βιάζεσθαι (mid.).
    Suffer violence: P. and V. βιάζεσθαι (pass.).
    Do violence to oneself, kill oneself: P. βιάζεσθαι ἑαυτόν (Plat.).
    Do a violence to, take violent measures against: P. and V. νήκεστόν τι δρᾶν (acc.) (Eur., Med. 283), P. νεώτερόν τι ποιεῖν εἰς (acc.), ἀνήκεστόν τι βουλεύειν περί (gen.).
    Do no violence to: V. δρᾶν μηδὲν... νεώτερον (acc.) (Eur., Rhes. 590), μηδὲν νέον δρᾶν (acc.) (Eur., Bacch. 362).
    Blow with great violence ( of wind): P. μέγας ἐκπνεῖν (Thuc. 6, 104).
    Their escape was due to the violence of the storm: P. ἐγένετο ἡ διάφευξις αὐτοῖς διὰ τοῦ χειμῶνος τὸ μέγεθος (Thuc. 3, 23).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Violence

  • 5 Arms

    subs.
    P. and V. ὅπλα, τά, V. τεύχη, τά; see also War.
    Arms stripped from the dead: P. and V. σκῦλα, τά (sing. also in V.), σκυλεύματα, τά, V. λφυρα, τά; see Strip.
    Bear arms against, v.: P. ὅπλα ἐπιφέρειν (dat.).
    By force of arms: P. κατὰ κράτος.
    By violence: P. and V. βίᾳ.
    Carry arms, v.: P. σιδηροφορεῖν, or mid.
    Take up arms, v.: P. and V. πόλεμον αἴρεσθαι.
    Under arms: P. and V. ἐν ὅπλοις, P. σὺν ὅπλοις, V. ἐφʼ ὅπλοις.
    Wearing similar arms, adj.: P. ὁμόσκευος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Arms

См. также в других словарях:

  • βία — Θεότητα της μυθολογίας που προσωποποιεί τη δύναμη και την επιβολή. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, ήταν κόρη του Τιτάνα Πάλλαντα και της Ωκεανίδας Στύγας. Η B., μαζί με τη μητέρα της και τα αδέλφια της (Κράτος, Ζήλος και Νίκη), βοήθησε τον… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Μπανγκλαντές — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Δ, Β και Α με την Ινδία και ΝΑ με τη Μυανμάρ. Βρέχεται Ν από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Tο Μ. ανέκτησε την ανεξαρτησία του το 1971. Αντιστοιχεί στην πρώην ανατολική επαρχία του Πακιστάν, από την οποία αποσπάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»