-
1 κράμβη
-
2 κράμβη
κράμβη, ἡ, der Kohl; im weiteren Sinne von allen kohlartigen Gemüsen -
3 κυνο-κράμβη
κυνο-κράμβη, ἡ, Hundekohl, Diosc.
-
4 λευκο-κράμβη
λευκο-κράμβη, ἡ, Weißkohl, Geop.
-
5 θαλασσο-κράμβη
θαλασσο-κράμβη, ἡ, u. θαλασσό-κραμβον, τό, Meerkohl, Geop.
-
6 σελῑνουσία
σελῑνουσία, ἡ, eine dem Eppich ähnliche, krausblätterige Kohlart, κράμβη, Ath. IX, 369 e, τὴν ὀνομασίαν ἔχει διὰ τὴν οὐλότητα; Mein. verm. σελινοῠσσα, d. i. σελινόεσσα; vgl. κράμβη σελινοειδής, Plin. H. N. 20, 33. – Bei Theophr. auch πυρὸς σελινούσιος, eine Weizenart.
-
7 πρωτό-τομος
πρωτό-τομος, zuerst geschnitten; κράμβη, Philodem. 30 (IX, 412); Theophr.
-
8 κραμβίδιον
κραμβίδιον, τό, dim. von κράμβη; so nannte Antiphan. nach Poll. 6, 54 den ῥάφανος; vgl. Arist. H. A. 5, 19.
-
9 κραμβίον
-
10 καννάβινος
καννάβινος, hansen, aus Hanf gemacht, Sp., κράμβη Automed. 7 (XI, 325); s. auch κανάβινος.
-
11 λειό-φυλλος
λειό-φυλλος, mit glatten Blättern, κράμβη, Ath. IX, 369 e.
-
12 λάχανον
λάχανον, τό, Gartenkraut, Gemüse, das in gegrabenem Lande ( λαχαίνω) gebau't wird, im Ggstz des wildwachsenden, βολβοὺς καὶ λάχανα Plat. Rep. II, 372 c; nach Arist. plant. 1, 4 τὰ ἔχοντα πολλοὺς φιτροὺς ἐκ μιᾶς ῥίζης καὶ πολλοὺς κλάδους, wie πήγανον, κράμβη, auch Theophr.; ἑψητά, Ath. II, 70 a. – Auch ἄγρια, Ar. Plut. 298. – Nach Suid. ist τὰ λάχανα der Gemüsemarkt, der Theil des Marktes, wo Gemüse u. Küchenkräuter feil geboten werden, wohin man Alexis bei Ath. VIII, 338 e u. Ar. Lys. 557 zieht. – Nach Hesych. der geflochtene Wagensitz, Mein. IV, 516 vermuthet λάσανα. – Sprichwörtl. λαχάνων προςϑῆκαι, ἐπὶ τῶν μηδὲν ὠφελούντων, Diogen. 2, 52.
-
13 ἀρτι-φυής
-
14 ἁλμυρίς
-
15 ἑπτά-φυλλος
ἑπτά-φυλλος, κράμβη, siebenblättrig, Hippon. bei Ath. IX, 370 b.
-
16 ἑπτάφυλλος
ἑπτά-φυλλος, κράμβη, siebenblättrig -
17 θαλασσοκράμβη
θαλασσο-κράμβη, ἡ, u. θαλασσό-κραμβον, τό, Meerkohl -
18 κυνοκράμβη
κυνο-κράμβη, ἡ, Hundekohl -
19 λευκοκράμβη
λευκο-κράμβη, ἡ, Weißkohl -
20 σελῑνουσία
σελῑνουσία, ἡ, eine dem Eppich ähnliche, krausblätterige Kohlart, κράμβη; auch πυρὸς σελινούσιος, eine Weizenart
См. также в других словарях:
κράμβη — cabbage fem nom/voc sg (attic epic ionic) κράμβος loud fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράμβῃ — κράμβη cabbage fem dat sg (attic epic ionic) κράμβος loud fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράμβη — η (AM κράμβη, Μ και κράμπη) ονομασία φυτών που σήμερα συγκαταλέγονται στο γένος βράσσικα («κράμβης... εἶναι γένη τρία, τῆς τε καλουμένης ἁλμυρίδος και λειοφύλλου και σελινουσίης», Αθήν.) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… … Dictionary of Greek
κράμβη — η γένος φυτών της οικογένειας των σταυρανθών, το λάχανο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δὶς κράμβη ϑάνατος. — δὶς κράμβη ϑάνατος. См. Пета бяху стара песня! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κράμβαι — κράμβη cabbage fem nom/voc pl κράμβᾱͅ , κράμβη cabbage fem dat sg (doric aeolic) κράμβος loud fem nom/voc pl κράμβᾱͅ , κράμβος loud fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραμβῶν — κράμβη cabbage fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράμβαις — κράμβη cabbage fem dat pl κράμβος loud fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράμβην — κράμβη cabbage fem acc sg (attic epic ionic) κράμβος loud fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράμβης — κράμβη cabbage fem gen sg (attic epic ionic) κράμβος loud fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράβη — κράβη, ἡ (Α) η κράμβη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη με απλοποίηση τού συμφωνικού συμπλέγματος μβ σε β ] … Dictionary of Greek