-
41 letterbox
1) (a slit in a door (sometimes with a box behind it) through which mail from the post is put: He put the card through the letterbox.) ταχυδρομικό κουτί2) (a postbox.) γραμματοκιβώτιο -
42 paint-box
noun (a (small) box containing different paints for making pictures.) κουτί με μπογιές -
43 pillarbox
noun (a box found in public places, into which letters are posted to be collected by a postman.) ταχυδρομικό κουτί -
44 postbox
['pəusboks]noun (also letterbox, mailbox, pillar box) a box into which letters etc are put to be collected (and sent to their destination). γραμματοκιβώτιο,ταχυδρομικό κουτί -
45 короб
[κόραπ] ουσ. α. κουτί -
46 ящик
[γιάστσικ] ουσ. α. κιβώτιο, κάσα, κασέλα, κουτί, συρτάρι -
47 короб
[κόραπ] ουσ α κουτί -
48 ящик
[γιάστσικ] ουσ α κιβώτιο, κάσα, κασέλα, κουτί, συρτάρι -
49 жестянка
-и θ.1. κουτί τενεκεδένιο.2. τεμάχιο σιδηρόφυλλου. -
50 картон
-а α.1. χαρτόνι.2. (παλ.) κουτί από χαρτόνι.3. (παλ.) σχεδίασμα πρόχειρο σε χαρτόνι. -
51 картонка
-и θ.1. κουτί χαρτόνινο.2. κομμάτι χαρτονιού• - с надписью χαρτόνι με επιγραφή. -
52 короб
-а, πλθ. короба κ. παλ. коробы α.1. κουτί• καλάθι.2. αμάξωμα, καροσερί.3. –ом επίρ. ανορθωμένα, στραβωμένα, φουσκωμένα.εκφρ.целый короб (вестей, новостей) – πάρα πολλά νέα•с три -а (наговорить, наобещать), – πάρα πολύ• με το τσουβάλι (λέγω, υπόσχομαι). -
53 коробчатый
επ.σαν κουτί. -
54 нактоуз
-а α. (ναυτ.) κουτί πυξίδας. -
55 опока
-и θ. (τεχ.) τύπος, φόρμα, κουτί. -
56 подарочный
επ.του δώρου, των δώρων• για δώρο•подарочный магазин κατάστημα δώρων•
-ая коробка κουτί για δώρο.
-
57 порожний
-яя, -ееεπ.άδειος, κενός•ящик άδειο κουτί•
-ее место κενή θέση.
εκφρ.переливать ή пересыпать из пустого в -ее – χύνω από το άδειο στο κενό (γεμίζω τον πίθον των Δαναΐδων (ματαιοπονώ). -
58 секрет
секрет 1-а α.1. μυστικό, κρυφό, απόρρητο•держать в -е κρατώ μυστικό•
выдать секрет προδίνω (λέγω, βγάζω) το μυστικό.
|| κρυφή αιτία•знать секрет приготовления γνωρίζω το μυστικό κατασκευής•
секрет изобретения το μυστικό της εφεύρεσης•
ларец с -ом το κουτί της Πανδώρας•
секрет успеха το μυστικό της επιτυχίας.
2. μηχανισμός μυστικής λειτουργίας•замок с -ом κλείδωνιά με μυστικό.
3. προχωρημένο καλυμμένο φυλάκιο.εκφρ.по -у ή под -ом – μυστικά, κρυφά, υπο εχεμύθεια.секрет 2-а σ., έκκριμα αδένων. -
59 сельдь
-и, γεν. πλθ. -ей θ. αρίγγη, ρέγγα• ρέγγα η σαρδική: капчная сельдь καπνιστή ρέγγα.εκφρ.как -и в бочке – σαν οι σαρδέλες στο κουτί ή στο βαρέλι (πολύ μεγάλος συνωστισμός). -
60 сигарочница
-ы θ.κουτί τσιγάρων ταμπακέρα• τσιγαροθήκη• καπνοθήκη.
См. также в других словарях:
κουτί — το (Μ κουτί) κατασκεύασμα από ξύλο, μέταλλο, χαρτί κ.ά. ύλες σε σχήμα κυρίως ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, μέσα στο οποίο τοποθετούνται ή συσκευάζονται διάφορα πράγματα νεοελλ. φρ. α) «έγινε τού κουτιού» ντύθηκε πολύ κομψά και στολίστηκε β) «κουτί … Dictionary of Greek
κουτί — το 1. κιβωτίδιο, θήκη. 2. φέρετρο, κάσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοὔτι — οὔτι , οὔτι in no wise indeclform (adverb) οὔτι , οὔτις no one neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαύρο κουτί — (flight recorder). Ειδική συσκευή, η οποία καταγράφει διάφορα στοιχεία μιας αεροπορικής πτήσης, όπως για παράδειγμα της κατεύθυνσης, της ταχύτητας, του υψομέτρου και άλλων ενδείξεων οργάνων, και των συνομιλιών του πληρώματος σε πραγματικό χρόνο.… … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
καφεκούτι — το 1. δοχείο στο οποίο τοποθετείται και προφυλάσσεται από την υγρασία και τους ρύπους ο καφές, καφετιέρα 2. μτφ. γυναίκα που έχει γεράσει πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφές + κούτι (< κουτί), πρβλ. σπιρτο κούτι, τσιγαρο κούτι] … Dictionary of Greek
κίστη — Καλάθι ή κιβώτιο κυλινδρικού σχήματος το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα. Η κ. ήταν κατασκευασμένη είτε από κλαδιά πλεγμένα μεταξύ τους είτε από ξύλο ή μέταλλο ή ελεφαντόδοντο. Χρησίμευε για τη φύλαξη λαχανικών, καρπών και άλλων τροφών … Dictionary of Greek
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
αδράνεια — Η αντίδραση που προβάλλει ένα σώμα σε κάθε μεταβολή της κατάστασής του, είτε από ηρεμία σε κίνηση, είτε από κίνηση σε ηρεμία. Οι συνήθεις εκφράσεις α. ενός σώματος και κίνηση από την α. χρησιμοποιούνται όταν θέλουμε να εκφράσουμε: στην πρώτη… … Dictionary of Greek
κούτα — η μεγάλο κουτί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτί + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. καλύβ α, κουτάλ α)] … Dictionary of Greek
πυξίδα — Όργανο το οποίο, βασιζόμενο σε μαγνητικές και μηχανικές ιδιότητες, παρέχει άμεσο προσανατολισμό προς σταθερές κατευθύνσεις, όπως είναι ο γήινος μαγνητικός άξονας ή ο άξονας περιστροφής της Γης. Η αρχαιότερη και πιο διαδεδομένη εφαρμογή της π.… … Dictionary of Greek