-
21 завешивать
[ζαβιέσυβατ'] ρ. κρεμώ κουρτίνα, σκεπάζω -
22 занавеска
[ζαναβιέσκα] ουσ. θ. κουρτίνα -
23 штора
[στόρα] ουσ. θ. κουρτίνα -
24 гардина
[γκαρντίνα] ουσ θ κουρτίνα -
25 жалюзи
[ζαλγιουζί] ουσ ο ψάθινη κουρτίνα -
26 завешивать
[ζαβιέσυβατ'] ρ κρεμώ κουρτίνα, σκεπάζω -
27 занавеска
[ζαναβιέσκα] ουσ θ κουρτίνα -
28 штора
[στόρα] ουσ θ κουρτίνα -
29 вымахать
ρ.σ. (απλ.)1. διώχνω με ! ικίνηση του χεριού•вымахать мухи из полога διώχνω τις μύγες από την κουρτίνα με κινήσεις του χεριού.
2. κουράζω με τίς πολλές κινήσεις.3. μεγαλώνω, αυξαίνω, ψηλώνω. -
30 гардина
-ы θ.κουρτίνα, μπερντές• παραπέτασμα. -
31 драпировка
-и θ.1. περικάλυψη με ύφασμα. || περικόσμιση, στόλισμα.2. κουρτίνα, μπερντές. -
32 завеса
-ы θ.1. κουρτίνα, στόρι.2. πέπλος, παραπέτασμα (κάθε -τι• που εμποδίζει τή θέα, σαφή αντίληψη, γνώμη)•завеса дыма παραπέτασμα καπνού•
завеса огня φραγμός πυρών•
завеса тумана παραπέτασμα ομίχλης.
εκφρ.приподнять, – ή•приоткрыть – κ.τ.τ. -у σηκώνω την αυλαία (φανερώνω, αποκαλύπτω)•упала ή спала завеса – έπεσε το προσωπείο, σηκώθηκε η αυλαία (φανερώθηκε, αποκαλύφθηκε). -
33 завесить
-вешу, -весишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завешенный, βρ: член, -а, -оρ.σ.μ. κρεμώ κουρτίνα• καλύπτω, σκεπάζω.καλύπτομαι, σκεπάζομαι. -
34 задвинуть
ρ.σ.1. σπρώχνω, ωθώ• χώνω•задвинуть сапоги под кровать σπρώχνω τις μπότες κάτω από το κρεβάτι.
|| κλείνω•задвинуть дверь засовом κλείνω την πόρτα με το μάνταλο.
|| φράζω, εμποδίζω τη θέα•2. τραβώ, σύρω•задвинуть занавес κλείνω την κουρτίνα•
задвинуть задвишку περνώ το σύρτη.
σπρώχνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -лся засов περάστηκε ο σύρτης. -
35 занавеска
-и θ.κουρτίνα, στόρι., μπερντές•задернуть -и τραβώ (κλείνω) τις κουρτίνες.
|| (διαλκτ.) μπροστέλα, ποδιά. -
36 занавешивание
-я ουδ.κάλυψη με κουρτίνα. -
37 обвес
-
38 полог
-а α.κρεβατόγυρος. || κουρτίνα. || κάλυμμα, στρώμα, επίθεμα. -
39 портьера
-ы θ.παραπέτασμα πόρτας, κουρτίνα. -
40 пузырить
-ритρ.δ.μ. φυσώ• φουσκώνω•ветер -ил занавеску ο άνεμος φούσκωνε την κουρτίνα.
1. καλύπτομαι (είμαι γεμάτος).! από φυσαλίδες. || φουσκώνω, διογκώνομαι από το φύσημα.2. μτφ. θυμώνω, φουσκώνω από το θυμό.
См. также в других словарях:
κουρτίνα — και κουρντίνα και κορτίνα, η (Μ κουρτίνα και κουρντίνα και κορτίνα) νεοελλ. ύφασμα που κρεμιέται μπροστά σε παράθυρο ή σε πόρτα, παραπέτασμα, στόρι μσν. ο μεταξύ δύο πύργων θώρακας τού τείχους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κουρτίνα < κορτίνα < λατ.… … Dictionary of Greek
κουρτίνα — η (λ. λατ.), παραπέτασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυλαία — Στο θέατρο, παραπέτασμα που χωρίζει την αίθουσα από τη σκηνή. Τοποθετημένη αμέσως μετά το πλαίσιο της σκηνής, είναι φτιαγμένη κατά κανόνα από βελούδο, με μια πλατιά κροσσωτή ταινία στο κάτω μέρος· κάποτε είναι διακοσμημένη στο επάνω μέρος με ένα… … Dictionary of Greek
ριντώ — το, Ν άκλ. παραπέτασμα, κουρτίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rideau «κουρτίνα»] … Dictionary of Greek
Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… … Dictionary of Greek
αχαμήλωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει γίνει πιο χαμηλός, που δεν έχει ελαττωθεί κατά το ύψος ή την ένταση («κουρτίνα αχαμήλωτη», «φωνή αχαμήλωτη») 2. εκείνος που δεν έχει υποστεί ταπείνωση … Dictionary of Greek
κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
κορτίνα — η (Μ κορτίνα και κορτίνη) βλ. κουρτίνα … Dictionary of Greek
μπερντές — και μπερτές, ο 1. παραπέτασμα πόρτας ή παραθύρου, κουρτίνα 2. αυλαία θεάτρου 3. λαϊκή ονομασία τού καταρράκτη τών ματιών 4. φρ. «καραγκιόζ μπερντές» λευκή οθόνη πάνω στην οποία προβάλλονται οι σκιές τού θεάτρου τού καραγκιόζη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ … Dictionary of Greek
περσίδα — η, Ν κουρτίνα, παραπέτασμα που αποτελείται από κάθετες λουρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη σχηματίστηκε αναλογικά προς το γαλλ. persienne «περσίδα»] … Dictionary of Greek