Перевод: со всех языков на русский

κουν

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • Κουν, Κάρολος — (Προύσα 1908 – Αθήνα 1987). Σκηνοθέτης και ηθοποιός του θεάτρου. Αποφοίτησε από τη Ροβέρτειο σχολή της Κωνσταντινούπολης και στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα αισθητικής στη Σορβόνη. Το 1929 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και δίδαξε αγγλικά στο… …   Dictionary of Greek

  • κοῦν — κέω to lie down pres part act masc voc sg (attic epic doric) κέω to lie down pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) κέω to lie down imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) κέω to lie down imperf ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κουν, Βέρνερ — (Werner Kuhn, Μάουρ 1899 – Βασιλεία 1963). Ελβετός φυσικός και χημικός. Καθιέρωσε τις στατιστικές μεθόδους στη φυσικοχημεία και δημιούργησε τις βάσεις της κινητικής θεωρίας της ελαστικότητας του καουτσούκ. Διακρίθηκε ιδιαίτερα για τις μελέτες του …   Dictionary of Greek

  • Κουν, Μπέλα — (Béla Kun, Τρανσυλβανία 1886 – Ρωσία 1939). Ούγγρος πολιτικός. Σπούδασε νομικά αλλά δεν άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου, επειδή προτίμησε τη δημοσιογραφία και την πολιτική. Πολύ νέος έγινε μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο …   Dictionary of Greek

  • Κουν, Ρίχαρντ — (Richard Kuhn, Βιέννη 1900 – Χαϊδελβέργη 1967). Γερμανός χημικός. Σπούδασε χημεία στο πανεπιστήμιο της Βιέννης και, στη συνέχεια, στο Μόναχο με καθηγητή τον Βιλστέτερ. Το 1922 ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή σχετικά με την εξειδίκευση των… …   Dictionary of Greek

  • Κουν, Τόμας Σάμουελ — (Thomas Samuel Kuhn, Σινσινάτι, Οχάιο 1922 – Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1996). Αμερικανός καθηγητής της φιλοσοφίας της επιστήμης. Το 1949 ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή στη φυσική στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, στο οποίο παρέμεινε ως επίκουρος… …   Dictionary of Greek

  • Μπέλα Κουν — Βλ. λ. Κουν, Μπέλα …   Dictionary of Greek

  • -ιστός — (ΑΜ ιστός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τος τών ρηματικών επιθ. (πρβλ. αγαπη τός < αγαπώ, λυ τός < λύω) από το θ. σε ισ τού αορ. πολλών ρημάτων (συνήθως σε ίζω), πρβλ. αρχ. κυλίνδω «κυλῶ», αόρ. ἑκύλ ισ α > κυλ ισ τός, νεοελλ. γεμ ίζω,… …   Dictionary of Greek

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»